16.9.10

Στρουμφάκι

Είναι φορές που νιώθω σαν στρουμφάκι στο μπλέντερ, σαν παιδικό ξεσκισμένο αρκουδάκι, σαν φωτεινούλης που δεν έχει πια φως.

Κάνεις δε φαίνεται να νοιάζεται.

Κι όταν μια μέρα χτυπήσω το κεφάλι μου στον τόιχο δημιουργώντας αλικές εικαστικές παρεμβάσεις μάλλον κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει.

11.9.10

Καρότα

Η μαλακία με τα καρότα είναι ότι ποτέ δε βρίσκεις ένα όταν έχεις κάνει χιονάνθρωπο και βάζεις αναγκαστικά κάτι βρώμικες πέτρες που δεν μοιάζουν καθόλου με μύτη. Τώρα θα μου πεις γιατί τα σκέφτεσαι αυτά. Θα σου πω. Έχω ένα άδειο ποτήρι κι ένα άδειο μπολάκι που ‘χε μέσα καρότα κι αγγούρια -για τ’ αγγούρια ίσως γράψω κάτι κάποια άλλη φορά- κι ο Φάβας μού ‘πε να σκέφτομαι ό,τι να ‘ναι εκτός από εκείνη κι εγώ τον Φάβα τον ακούω γιατί έχει κάνει τόνους μαλακίες αλλά ξέρει.
Κι έτσι σκέφτομαι χιονάνθρωπους και τα βύζιά της μπαργούμαν που ‘χει σκύψει και με ρωτά αν θέλω άλλα. Τι άλλα; Άλλα όνειρα; Άλλα ενδιαφέροντα; Άλλα πράγματα να με γεμίζουν; “Άλλα καρότα.
Τζιν έχεις πιει πολύ.” Όχι. Δεν θέλω άλλα καρότα. Θέλω μόνο να πάω στην τουαλέτα, να ακουμπήσω το κεφάλι μου στο καζανάκι, να ουρλιάξω και να την σκεφτώ να ‘ναι γυμνή, να μην μ’ακούει, να ‘χει καρότα στ’ αυτιά.

10.9.10

Μακαρονάδα αρωματική

Βράζουμε τα μακαρόνια να μείνουν al dente. Ύστερα χτυπάμε σε ένα γυάλινο μπώλ με σύρμα το ανθότυρο με το γάλα και ρίχνουμε τη φλόυδα πορτοκαλιού το αλάτι και φρεσκοτριμένο πιπέρι. Μετά χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο γιατί η πουτάνα μας χώρισε. Κοιτάμε τα αίματα και παίρνουμε τηλέφωνο τα κανάλια να ‘ρθουν. Όταν οι δημοσιογράφοι σκάσουν μύτη τους δείχνουμε τον τοίχο. Τους λέμε αυτό είναι ένα μάτι. Αυτό είναι ένα φρύδι. Κι αυτό ολοφάνερα είναι ένα αγκάθινο στεφάνι. Ο Ματωμένος Ιησούς του Τοίχου γίνεται είδηση. Το θαύμα που χρειάζονται όλοι. Κόσμος αρχίζει να έρχεται. Πρώτα κάτι γρίες απο τη γειτονιά. Αφήνουν λειτουργιές και δίευρα. Μετά ένα πούλμαν από την πρωτεύουσα. Αφήνουν χρυσά σταυρουδάκια και λίρες. Και μέτα κι άλλα πούλμαν. Σκότώνουμε ό,τι χρυσαφικά μας αφήσουν και κλέινουμε εισητήριο για Τζαμάικα. Αράζουμε σ’ ένα μπιτσόμπαρο. Δυο μαύρες μας αλείφουν με λάδι και μας παίρνουν πίπες. Που και που τη θυμόμαστε.