26.12.12

Μικρές Παπαριές vol 2

Ο Ντάμπο

Μια μέρα
θα ανοίξω τα αυτιά μου
και θα πετάξω.

Θα 'μαι ο Ντάμπο
κι ίσως να 'σαι εσύ
το μαγικό φτερό μου.


Το κογιότ

Σαν το κογιότ σε κυνηγώ
και κάθε φορά λιγάκι πριν σε φτάσω
ένα αμόνι πέφτει στο κεφάλι μου.


Οι κατσαριδούλες

Μικρές, χαρωπές κατσαριδούλες
χορεύουν πάνω στη γυμνή μου κοιλίτσα.
Τις ψεκάζω, τις γνέφω αντίο
και τις στέλνω στην κόλαση.

Μερικές φορές δεν αντέχω τόση ευτυχία.


Τα ούζα

Όλοι ήταν χαρούμενοι
και πίναν ούζα
μες σε γραφεία
τελετών.


Η χλωρίνη

Έχει κάτι που λάμπει στα μάτια του
(είναι ένα κερί που λιώνει.)
'Εχει κάτι που πεταρίζει στο στήθος του
(είναι ένα χτυπημένο κουνούπι.)
Έχει τη γεύση από λεμόνι στο στόμα του
(είναι η χλωρίνη.)

Τα λέγκο

Μια μέρα
θα μαζέψω τα λέγκο μου από το πάτωμα,
θα φτιάξω ένα μεγάλο ρομπότ
να σας γαμήσει.

Η ελπίδα

Υπάρχει ελπίδα
στα Αστερίξ και στα Ποπάι,
στις σοκοφρέτες και στα τυρογαριδάκια,
και σε ένα σωρό πραγματάκια
που εσύ αρνείσαι πεισματικά να εκτιμήσεις.

6.8.12

Σύμπαντα

Όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν χέστηκε. Ούτε υπέρ σου θα συνωμοτήσει, ούτε κατά, ούτε τούμπες ανάποδες θα κάνει, ούτε τίποτα. Θα σε αφήσει να κάνεις τις μαλακισμένες επιλογές σου. Να γαμιέσαι όσο θες. Να πιστεύεις ό,τι θες. Να ζεις τη ζωή σου όπως θες. Δεν θα νοιαστεί καθόλου.

Και δεν θα νοιαστεί γιατί, έτσι κι αλλιώς, θα γίνουν όλα. Το ‘πε κάποιος Χιου Έβερετ το 1957, νομίζω. Πρότεινε πως κάθε πιθανό αποτέλεσμα συμβαίνει σε μια διάταξη αλληλοδιασταυρούμενων συμπάντων. Κοινώς αν κάτι δεν συμβεί εδώ θα συμβεί σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Οτιδήποτε θέλει κανείς, είτε πολύ είτε λίγο, κάπου θα γίνει. Τα ωραιότερα όνειρα όλων κάπου πραγματοποιούνται. Κι οι χειρότεροι εφιάλτες. Κι όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις.

Τώρα, ξέρω, προσπαθείτε να καταλάβετε τι θέλω να πω με αυτά που σκέφτομαι. Τι νιώθω κατά βάθος. Θέλετε να μπείτε στο μυαλό μου. Να με αναλύσετε. Αυτό κάνετε πάντοτε. Αυτή είναι η δουλειά σας. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτά που σκέφτομαι. Το θέμα είναι πως τα λέω σε λάθος στιγμές.

Όλα όσα σας είπα πριν τα ‘πα στη Σίση όταν μου ψιθύρισε “ …μμμ… θα ‘θελα πολύ ένα τσιγάρο τώρα”. Και όλα γίναν σκατά μετά. Σηκώθηκε, ντύθηκε είπε “ίσως τελικά ήταν λάθος”, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Γι’ αυτό ήρθα σε σας, γιατρέ. Να με βοηθήσετε να φέρομαι λίγο πιο φυσιολογικά. Να λέω στους άλλους αυτά που περιμένουν κι όχι ό,τι έχω μέσα στο κεφάλι μου. Χάνω ανθρώπους έτσι. Και φαινόταν καλή κοπέλα. Θα μπορούσε να ήταν όμορφα.

Αλλά όχι. Τι λέω; Κάπου αλλού είναι όμορφα. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν δεν έφυγε ποτέ. Σε ένα άλλο γνωριστήκαμε πιο πριν και τώρα έχουμε σπίτι και παιδιά κι ένα σκύλο. Αλλού είμαστε οι βασιλιάδες του κόσμου. Κι αλλού πατάτες. Οτιδήποτε.

Να πάτε να γαμηθείτε, λοιπόν. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζομαι τη βοήθειά σας.

30.7.11

Πορδές

Η ποιητική συλλογή "Πορδές" του Ανδρέα Κάβλου εκδόθηκε το 2005 σε ένα αντίτυπο γεγονός που την καθιστά ιδιαιτέρως σπάνια. Σύμφωνα με εξέχοντες κριτικούς η λογοτεχνική της αξία είναι αδιαμφισβήτητη αν και τα βαθύτερα της νοήματα είναι δύσκολο να αφομοιωθούν από το μέσο αναγνώστη


Εισαγωγικόν

Κάποια στιγμή
θα πέρδομαι ελεύθερος
και θα θαυμάζει το σινάφι
"Ουάου! Τι είπε ο μέγιστος!
Τι νόημα!
Τι φως!"


Συνέπεια

Στον αμπελώνα τον πλατύ
τρυγούσαμε σταφύλια
δεν είχαμε μαντήλια
κι ιδρώναμε πολύ.

Ο ήλιος έκαιγε φωτιά
μας στέγνωνε τα χείλη,
στείλαμε το Βασίλη
για αναψυκτικά.

Σε μιαν απότομη στροφή
τον πάτησε κομπίνα
κι έμεινε ένα μήνα
στην ενταντικη.


Fuck

Πες της το μ' ένα ντιμπιντάι
φωνάζει κάποιος παλιοπούστης.
Πες μου τι να της πω γαμώτο.
Δεν ξέρω τι φυλά ο νους της.

Πως την αγαπώ ακόμα
να της έλεγα μονάχα
και πως τρέμω κάθε βράδυ;
Θα με πάρει για μαλάκα.

Πες της μ' ένα ουμπαντούμπα
μου λέει κάποιος πιτσαδόρος
μα το μυαλό δεν βγάζει άκρη,
μοιάζει χαμένη λεωφόρος.

Κι είναι τ'άστρα κάπου πάνω
λίγο φως να ρθει προσμένω.
Είμαι χαρωπό αγγελάκι
ψηλά στο δέντρο καρφωμένο.

Πες της το μ' ένα κορνέτο
πρότεινε και ο μαλάκας
μα τώρα πια όλα τελειώσαν
ό,τι κι αν κάνω θα 'μαι ο βλάκας.

Δίνω το σώμα μου στη λήθη
κι οι δαίμονες έρχονται πάνω
να με κρατήσουν καθώς φεύγω
ταξίδι μόνος να μην κάνω.

Πες της να πάει να γαμηθεί
θα πουν στο ράδιο το βράδυ
μα τόσο αργά θα είναι Θεέ μου
θα 'χω θαφτεί μες' στο σκοτάδι.



Σ.Ε.Π


Οι ναυτικοί που ανάβουν τα τσιμπούκια
κι οι υδραυλικοί που φτιάχνουν λούκια,
οι παγωτατζήδες που πουλάνε χωνάκια
κι οι μοδίστρες που ράβουν συνολάκια,

οι μουσικοί που παίζουν Λιστ
κι οι πλέι μέικερ που μοιράσουν ασίστ,
οι τραπεζίτες που μετράνε λεφτά
και τα πρεζάκια που ζητάνε ψιλά,

οι πόρνες, οι ακτινολόγοι,
οι δάσκαλοι κι οι ηλεκτρολόγοι
κι όλοι οι επαγγελματίες

μοιραία γίνονται σβησμένες δάδες
και μένουν μόνο οι παπάδες
σκυφτοί να ψέλνουν στις κηδείες.


Δικαιοσύνη

Σοκοφρέτες, σοκολάτες,
κουκουρούκου, σερενάτες
είχαν μείνει στο ψυγείο.

Σου 'χα πει "είναι γαμάτες".
μου 'πες "άμα θέλεις φάτες".
Τις μοιράσαμε στα δύο.


Περιμένοντας τα σέικερ

-Τι περιμένουμε πάνω στο μπαρ σκυμμένοι;
-Είναι τα σέικερ να 'ρθούνε όπου να 'ναι
κι η μπαργούμαν δεν φοράει σουτιέν.
Σκάσ' της ένα χαμόγελο. Μας βλέπει.
-Γιατί ζητάει να την πληρώσουμε;
Δεν είμαστε φερέγγυοι νομίζει;
Γιατί τα δίνεις; Γιατί παίρνεις το παλτό σου;
Εσύ δεν έλεγες καλά είμαστε εδώ;
-Γιατί τα φώτα ανάψανε και σέικερ δεν ήρθαν
κι η μουσική έπαυσε απότομα.
Είναι αργά. Θέλουν να κλείσουν.
-Και τώρα πως τη βγάζουμε δίχως τα σέικερ;
Στον πόνο μας αυτά ήταν μια κάποια λύση.


Ο θάνατος του ποιητή (απόσπασμα)

Παίρνει τη λύρα τη χρυσή μες' στην καμμένη πόλη.
Τα ερείπια καπνίζοντας ρωτούν "Πού πας καργιόλη;
Οι βάρβαροι μας άφησαν πολλές πληγές και μίση.
Δεν έχει τίποτα εδώ κανείς για να υμνήσει.
Ούτε ένα μήλο άφησαν να μείνει σε τελάρο."
Ο ποιητής ταράζεται, στρίβει ένα τσιγάρο.

Το στόμα του δεν γεύτηκε ποτέ τέτοια καφρίλα.

Και πάνω στα χαλάσματα στέκεται και θωράει
μικρό, ανάπηρο σκυλί αργά να κατουράει
και η καρδιά μαγεύεται, το λογικό μισεύει,
στέκεται εκεί ακίνητος λίγο και το χαζεύει.
"Το θάνατο πώς γέλασε; Πώς ξέφυγε το μνήμα;
Στον κόπρο αυτόν τον ένδοξο αξίζει ένα ποίημα."
Αρχίζει γράφει την ωδή, του μένει λίγο ακόμα
αράπη ξίφος τον τρυπά, τον ρίχνει κατ' στο χώμα.
Σκιάζεται ο σκύλος, γρήγορα σ' 'ένα βαρέλι μπαίνει
κι ο ποιητής ψυχορραγεί και μοναχός πεθαίνει.

28.7.11

Σταγόνες

Ο Νίκος μου 'πε να γράφω. Είναι καλό παιδί ο Νίκος. Επιστήμονας. Έχει τα πτυχία του στον τοίχο. Δεν τα διάβασα ποτέ. Φαίνονται ωραία όμως. Έχουν σφραγίδες και μεγάλες υπογραφές. Φαντάζομαι ότι έχουν κύρος.

Όταν γνώρισα το Νίκο όποτε έβρεχε ούρλιαζα. Τώρα έχω ηρεμήσει λίγο.

Συνάντησα εδώ έναν τύπο που λέει πως οι σταγόνες της βροχής δεν είναι τίποτα άλλο παρά το φτύσιμο των αγγέλων. Νομίζω ότι το πιστεύει πραγματικά. Εγώ πάλι καταλαβαίνω ότι είναι νερό. Απλά τις φοβάμαι.

Παλιά, όταν έβρεχε, η Άλλη με πήγαινε κάτω από μια λαμαρίνα και μου έκλεινε τα μάτια. Μου έλεγε να φανταστώ κάτι όμορφο. Φανταζόμουν παγωτό φιστίκι. Της έλεγα ότι το μόνο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι είναι παγωτό φιστίκι. Μου έλεγε ότι το μόνο που χρειάζονται είναι στοιχειώδη αλληλοκατανόηση. Γελούσαμε. Ήταν ωραία.

Νομίζω την αγαπούσα. Ήταν καλή. Κάποια Χριστούγεννα μου 'χε πάρει και δώρο. Ένα κόκκινο μπλουζάκι. Το φορούσα συνέχεια. Μου άρεσε. Ήταν άνετο. Έγραφε πάνω του “deny me and be doomed”. Μου το 'δειξε χθες ο Νίκος. Με ρώτησε τι νοιώθω. Του 'πα θλίψη. Είπε ότι κάνουμε προόδους.

Μου λείπει η Άλλη. Μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί της. Καταλάβαινε.

Ρώτησα το Νίκο πότε θα 'ρθει η Άλλη να με δει. Είπε ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Μερικές φορές με μπερδεύει ο Νίκος. Ρώτησα γιατί. Μου 'δειξε τις φωτογραφίες. Είπε ότι το κάναμε αυτό δεκάδες φορές. Δεν το θυμάμαι. Μου 'πε να προσπαθήσω να συγκεντρωθώ στις εικόνες. Προσπάθησα. Η κοπέλα με το σκισμένο λαιμό δεν μου θύμιζε τίποτα. Ούτε ο τύπος με την κόκκινη μπλούζα και τις χειροπέδες. Ο Νίκος μου 'πε πως γι' αυτό είμαι εδώ.

Κι ότι πρέπει να γράφω. Θα με βοηθήσει.

17.7.11

Όταν ο Μπάμπης χώρισε τη Μαίρη

Μου ζήτησε φωτιά. Τον ρώτησα αν θα άρχιζε το κάπνισμα. Είπε όχι κι έκανε ένα θεσπέσιο πυροκλάνι, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στη Μαίρη.

“Δεν ντρέπεστε λίγο, ρε; Έχετε και γυναίκα στην παρέα.”

“ Έλα μωρέ” της είπα. “Φιλαράκι είσαι.”.

“Δεν είμαι φιλαράκι. Είμαι η κοπέλα του φίλου σου. Αυτού του μαλάκα.”. Γύρισε προς τον Μπάμπη. “Αν το ξανακάνεις θα γίνει πόλεμος.”.

“Χέστηκα. Έτσι κι αλλιώς αν γίνει πόλεμος εγώ κι ο Τάκης θα αυτοεξοριστούμε. Τζαμάικα, Ταϊλάνδη, Νησιά Φίτζι.”

“Κούβα, Κούβα να πάμε.” είπα “Είναι πιο επαναστατικά.”

“Ας είναι Κούβα. Θα βρούμε το πιο γαμάτο μπιτσόμπαρο, με τις καλύτερες τεκίλες, τα καλύτερα ξέκωλα και θα κάνουμε αντίσταση από εκεί.”

Η Μαίρη τα είχε πάρει. Πολύ. “Δεν κόβεις τις μαλακίες λέω εγώ;”

“Δεν είναι μαλακίες.” συνέχισε ο άλλος ήρεμα. “Ο Τάκης θα γράψει πέντε έξι ποιήματα επαναστατικά, θα τα μελοποιήσω εγώ, μερικά αρθράκια από εδώ, λίγο φέισμπουκ από εκεί, τουίτερ, γιουτιούμπ…Έχει ίντερνετ στην Κούβα, ε;”

“Λογικά έχει. Να τα βάλουμε και στο γιουπόρν.” πρόσθεσα κι εγώ την παπαριά μου.

“Κι σ’ αυτό. Κι όταν ηρεμήσουν τα πράγματα γυρνάμε Ελλάδα φίρμες. Μας κάνουν βουλευτές, υπουργούς…”

“Ναι ε;” τον έκοψε θυμωμένα η Μαίρη. “Μετά θα κάνετε και τίποτε άλλο;”

Ο Μπάμπης σηκώθηκε όρθιος, ανέβηκε στον καναπέ κι άρχισε να φωνάζει. “Μετά θα κλάνουμε ελεύθερα. Να έτσι. Και κάτι χαζογκόμενες σαν εσένα και τις φίλες σου θα λένε ‘αχ καλέ τι ωραία που τα λένε, τι σοφοί ανθρώποι είναι αυτοί!’. Γκέγκε; ”.

Η Μαίρη έβαλε τα κλάματα κι έφυγε. Μετά από δυο μέρες τα παιδιά χώρισαν. Μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Εξάλλου αν δεν είχαν χωρίσει δε θα είχα γνωρίσει τη Νάντια ποτέ. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

4.4.11

6:00

Είναι η πόλη που μυρίζει άνοιξη και κρέας και σκατά.
Είναι ο σκύλος που γαβγίζει και το αυτοκίνητο που τον πατάει.
Είναι τα δέντρα, τα αστέρια και τα ζωύφια.
Είναι πολλά.
Είναι χίλιοι κόσμοι που ανατινάζονται μέσα σου
μια γαμημένη ώρα και σε κάνουν να γράφεις μαλακίες
καθώς τα φώτα γύρω σου σιγά σιγά σβήνουν
κι εσύ θες να ’σαι σπίτι.

8.3.11

Κολοκυθάκι

Μαγκιά δεν είναι να βουλώνεις τα αυτιά σου
ούτε να δένεσαι σαν το μαλάκα στο κατάρτι
αλλά να ακούς, να αγγίζεις
και πάνω από όλα να ξέρεις
πως το ταξίδι από μόνο του
δε λέει και πολλά.