Πορδές (2006)


Η ποιητική συλλογή "Πορδές" του Ανδρέα Κάβλου εκδόθηκε το 2005 σε ένα αντίτυπο γεγονός που την καθιστά ιδιαιτέρως σπάνια. Σύμφωνα με εξέχοντες κριτικούς η λογοτεχνική της αξία είναι αδιαμφισβήτητη αν και τα βαθύτερα της νοήματα είναι δύσκολο να αφομοιωθούν από το μέσο αναγνώστη





Εισαγωγικόν


Κάποια στιγμή
θα πέρδομαι ελεύθερος
και θα θαυμάζει το σινάφι
"Ουάου! Τι είπε ο μέγιστος!
Τι νόημα!
Τι φως!"




Συνέπεια


Στον αμπελώνα τον πλατύ
τρυγούσαμε σταφύλια
δεν είχαμε μαντήλια
κι ιδρώναμε πολύ.


Ο ήλιος έκαιγε φωτιά
μας στέγνωνε τα χείλη,
στείλαμε το Βασίλη
για αναψυκτικά.


Σε μιαν απότομη στροφή
τον πάτησε κομπίνα
κι έμεινε ένα μήνα
στην ενταντικη.




Fuck


Πες της το μ' ένα ντιμπιντάι
φωνάζει κάποιος παλιοπούστης.
Πες μου τι να της πω γαμώτο.
Δεν ξέρω τι φυλά ο νους της.


Πως την αγαπώ ακόμα
να της έλεγα μονάχα
και πως τρέμω κάθε βράδυ;
Θα με πάρει για μαλάκα.


Πες της μ' ένα ουμπαντούμπα
μου λέει κάποιος πιτσαδόρος
μα το μυαλό δεν βγάζει άκρη,
μοιάζει χαμένη λεωφόρος.


Κι είναι τ'άστρα κάπου πάνω
λίγο φως να ρθει προσμένω.
Είμαι χαρωπό αγγελάκι
ψηλά στο δέντρο καρφωμένο.


Πες της το μ' ένα κορνέτο
πρότεινε και ο μαλάκας
μα τώρα πια όλα τελειώσαν
ό,τι κι αν κάνω θα 'μαι ο βλάκας.


Δίνω το σώμα μου στη λήθη
κι οι δαίμονες έρχονται πάνω
να με κρατήσουν καθώς φεύγω
ταξίδι μόνος να μην κάνω.


Πες της να πάει να γαμηθεί
θα πουν στο ράδιο το βράδυ
μα τόσο αργά θα είναι Θεέ μου
θα 'χω θαφτεί μες' στο σκοτάδι.





Σ.Ε.Π



Οι ναυτικοί που ανάβουν τα τσιμπούκια
κι οι υδραυλικοί που φτιάχνουν λούκια,
οι παγωτατζήδες που πουλάνε χωνάκια
κι οι μοδίστρες που ράβουν συνολάκια,


οι μουσικοί που παίζουν Λιστ
κι οι πλέι μέικερ που μοιράσουν ασίστ,
οι τραπεζίτες που μετράνε λεφτά
και τα πρεζάκια που ζητάνε ψιλά,


οι πόρνες, οι ακτινολόγοι,
οι δάσκαλοι κι οι ηλεκτρολόγοι
κι όλοι οι επαγγελματίες


μοιραία γίνονται σβησμένες δάδες
και μένουν μόνο οι παπάδες
σκυφτοί να ψέλνουν στις κηδείες.




Δικαιοσύνη


Σοκοφρέτες, σοκολάτες,
κουκουρούκου, σερενάτες
είχαν μείνει στο ψυγείο.


Σου 'χα πει "είναι γαμάτες".
μου 'πες "άμα θέλεις φάτες".
Τις μοιράσαμε στα δύο.




Περιμένοντας τα σέικερ

-Τι περιμένουμε πάνω στο μπαρ σκυμμένοι;
-Είναι τα σέικερ να 'ρθούνε όπου να 'ναι
κι η μπαργούμαν δεν φοράει σουτιέν.
Σκάσ' της ένα χαμόγελο. Μας βλέπει.
-Γιατί ζητάει να την πληρώσουμε;
Δεν είμαστε φερέγγυοι νομίζει;
Γιατί τα δίνεις; Γιατί παίρνεις το παλτό σου;
Εσύ δεν έλεγες καλά είμαστε εδώ;
-Γιατί τα φώτα ανάψανε και σέικερ δεν ήρθαν
κι η μουσική έπαυσε απότομα.
Είναι αργά. Θέλουν να κλείσουν.
-Και τώρα πως τη βγάζουμε δίχως τα σέικερ;
Στον πόνο μας αυτά ήταν μια κάποια λύση.




Ο θάνατος του ποιητή (απόσπασμα)


Παίρνει τη λύρα τη χρυσή μες' στην καμμένη πόλη.
Τα ερείπια καπνίζοντας ρωτούν "Πού πας καργιόλη;
Οι βάρβαροι μας άφησαν πολλές πληγές και μίση.
Δεν έχει τίποτα εδώ κανείς για να υμνήσει.
Ούτε ένα μήλο άφησαν να μείνει σε τελάρο."
Ο ποιητής ταράζεται, στρίβει ένα τσιγάρο.


Το στόμα του δεν γεύτηκε ποτέ τέτοια καφρίλα.


Και πάνω στα χαλάσματα στέκεται και θωράει
μικρό, ανάπηρο σκυλί αργά να κατουράει
και η καρδιά μαγεύεται, το λογικό μισεύει,
στέκεται εκεί ακίνητος λίγο και το χαζεύει.
"Το θάνατο πώς γέλασε; Πώς ξέφυγε το μνήμα;
Στον κόπρο αυτόν τον ένδοξο αξίζει ένα ποίημα."
Αρχίζει γράφει την ωδή, του μένει λίγο ακόμα
αράπη ξίφος τον τρυπά, τον ρίχνει κατ' στο χώμα.
Σκιάζεται ο σκύλος, γρήγορα σ' 'ένα βαρέλι μπαίνει
κι ο ποιητής ψυχορραγεί και μοναχός πεθαίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: