30.7.11

Πορδές

Η ποιητική συλλογή "Πορδές" του Ανδρέα Κάβλου εκδόθηκε το 2005 σε ένα αντίτυπο γεγονός που την καθιστά ιδιαιτέρως σπάνια. Σύμφωνα με εξέχοντες κριτικούς η λογοτεχνική της αξία είναι αδιαμφισβήτητη αν και τα βαθύτερα της νοήματα είναι δύσκολο να αφομοιωθούν από το μέσο αναγνώστη


Εισαγωγικόν

Κάποια στιγμή
θα πέρδομαι ελεύθερος
και θα θαυμάζει το σινάφι
"Ουάου! Τι είπε ο μέγιστος!
Τι νόημα!
Τι φως!"


Συνέπεια

Στον αμπελώνα τον πλατύ
τρυγούσαμε σταφύλια
δεν είχαμε μαντήλια
κι ιδρώναμε πολύ.

Ο ήλιος έκαιγε φωτιά
μας στέγνωνε τα χείλη,
στείλαμε το Βασίλη
για αναψυκτικά.

Σε μιαν απότομη στροφή
τον πάτησε κομπίνα
κι έμεινε ένα μήνα
στην ενταντικη.


Fuck

Πες της το μ' ένα ντιμπιντάι
φωνάζει κάποιος παλιοπούστης.
Πες μου τι να της πω γαμώτο.
Δεν ξέρω τι φυλά ο νους της.

Πως την αγαπώ ακόμα
να της έλεγα μονάχα
και πως τρέμω κάθε βράδυ;
Θα με πάρει για μαλάκα.

Πες της μ' ένα ουμπαντούμπα
μου λέει κάποιος πιτσαδόρος
μα το μυαλό δεν βγάζει άκρη,
μοιάζει χαμένη λεωφόρος.

Κι είναι τ'άστρα κάπου πάνω
λίγο φως να ρθει προσμένω.
Είμαι χαρωπό αγγελάκι
ψηλά στο δέντρο καρφωμένο.

Πες της το μ' ένα κορνέτο
πρότεινε και ο μαλάκας
μα τώρα πια όλα τελειώσαν
ό,τι κι αν κάνω θα 'μαι ο βλάκας.

Δίνω το σώμα μου στη λήθη
κι οι δαίμονες έρχονται πάνω
να με κρατήσουν καθώς φεύγω
ταξίδι μόνος να μην κάνω.

Πες της να πάει να γαμηθεί
θα πουν στο ράδιο το βράδυ
μα τόσο αργά θα είναι Θεέ μου
θα 'χω θαφτεί μες' στο σκοτάδι.



Σ.Ε.Π


Οι ναυτικοί που ανάβουν τα τσιμπούκια
κι οι υδραυλικοί που φτιάχνουν λούκια,
οι παγωτατζήδες που πουλάνε χωνάκια
κι οι μοδίστρες που ράβουν συνολάκια,

οι μουσικοί που παίζουν Λιστ
κι οι πλέι μέικερ που μοιράσουν ασίστ,
οι τραπεζίτες που μετράνε λεφτά
και τα πρεζάκια που ζητάνε ψιλά,

οι πόρνες, οι ακτινολόγοι,
οι δάσκαλοι κι οι ηλεκτρολόγοι
κι όλοι οι επαγγελματίες

μοιραία γίνονται σβησμένες δάδες
και μένουν μόνο οι παπάδες
σκυφτοί να ψέλνουν στις κηδείες.


Δικαιοσύνη

Σοκοφρέτες, σοκολάτες,
κουκουρούκου, σερενάτες
είχαν μείνει στο ψυγείο.

Σου 'χα πει "είναι γαμάτες".
μου 'πες "άμα θέλεις φάτες".
Τις μοιράσαμε στα δύο.


Περιμένοντας τα σέικερ

-Τι περιμένουμε πάνω στο μπαρ σκυμμένοι;
-Είναι τα σέικερ να 'ρθούνε όπου να 'ναι
κι η μπαργούμαν δεν φοράει σουτιέν.
Σκάσ' της ένα χαμόγελο. Μας βλέπει.
-Γιατί ζητάει να την πληρώσουμε;
Δεν είμαστε φερέγγυοι νομίζει;
Γιατί τα δίνεις; Γιατί παίρνεις το παλτό σου;
Εσύ δεν έλεγες καλά είμαστε εδώ;
-Γιατί τα φώτα ανάψανε και σέικερ δεν ήρθαν
κι η μουσική έπαυσε απότομα.
Είναι αργά. Θέλουν να κλείσουν.
-Και τώρα πως τη βγάζουμε δίχως τα σέικερ;
Στον πόνο μας αυτά ήταν μια κάποια λύση.


Ο θάνατος του ποιητή (απόσπασμα)

Παίρνει τη λύρα τη χρυσή μες' στην καμμένη πόλη.
Τα ερείπια καπνίζοντας ρωτούν "Πού πας καργιόλη;
Οι βάρβαροι μας άφησαν πολλές πληγές και μίση.
Δεν έχει τίποτα εδώ κανείς για να υμνήσει.
Ούτε ένα μήλο άφησαν να μείνει σε τελάρο."
Ο ποιητής ταράζεται, στρίβει ένα τσιγάρο.

Το στόμα του δεν γεύτηκε ποτέ τέτοια καφρίλα.

Και πάνω στα χαλάσματα στέκεται και θωράει
μικρό, ανάπηρο σκυλί αργά να κατουράει
και η καρδιά μαγεύεται, το λογικό μισεύει,
στέκεται εκεί ακίνητος λίγο και το χαζεύει.
"Το θάνατο πώς γέλασε; Πώς ξέφυγε το μνήμα;
Στον κόπρο αυτόν τον ένδοξο αξίζει ένα ποίημα."
Αρχίζει γράφει την ωδή, του μένει λίγο ακόμα
αράπη ξίφος τον τρυπά, τον ρίχνει κατ' στο χώμα.
Σκιάζεται ο σκύλος, γρήγορα σ' 'ένα βαρέλι μπαίνει
κι ο ποιητής ψυχορραγεί και μοναχός πεθαίνει.

28.7.11

Σταγόνες

Ο Νίκος μου 'πε να γράφω. Είναι καλό παιδί ο Νίκος. Επιστήμονας. Έχει τα πτυχία του στον τοίχο. Δεν τα διάβασα ποτέ. Φαίνονται ωραία όμως. Έχουν σφραγίδες και μεγάλες υπογραφές. Φαντάζομαι ότι έχουν κύρος.

Όταν γνώρισα το Νίκο όποτε έβρεχε ούρλιαζα. Τώρα έχω ηρεμήσει λίγο.

Συνάντησα εδώ έναν τύπο που λέει πως οι σταγόνες της βροχής δεν είναι τίποτα άλλο παρά το φτύσιμο των αγγέλων. Νομίζω ότι το πιστεύει πραγματικά. Εγώ πάλι καταλαβαίνω ότι είναι νερό. Απλά τις φοβάμαι.

Παλιά, όταν έβρεχε, η Άλλη με πήγαινε κάτω από μια λαμαρίνα και μου έκλεινε τα μάτια. Μου έλεγε να φανταστώ κάτι όμορφο. Φανταζόμουν παγωτό φιστίκι. Της έλεγα ότι το μόνο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι είναι παγωτό φιστίκι. Μου έλεγε ότι το μόνο που χρειάζονται είναι στοιχειώδη αλληλοκατανόηση. Γελούσαμε. Ήταν ωραία.

Νομίζω την αγαπούσα. Ήταν καλή. Κάποια Χριστούγεννα μου 'χε πάρει και δώρο. Ένα κόκκινο μπλουζάκι. Το φορούσα συνέχεια. Μου άρεσε. Ήταν άνετο. Έγραφε πάνω του “deny me and be doomed”. Μου το 'δειξε χθες ο Νίκος. Με ρώτησε τι νοιώθω. Του 'πα θλίψη. Είπε ότι κάνουμε προόδους.

Μου λείπει η Άλλη. Μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί της. Καταλάβαινε.

Ρώτησα το Νίκο πότε θα 'ρθει η Άλλη να με δει. Είπε ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Μερικές φορές με μπερδεύει ο Νίκος. Ρώτησα γιατί. Μου 'δειξε τις φωτογραφίες. Είπε ότι το κάναμε αυτό δεκάδες φορές. Δεν το θυμάμαι. Μου 'πε να προσπαθήσω να συγκεντρωθώ στις εικόνες. Προσπάθησα. Η κοπέλα με το σκισμένο λαιμό δεν μου θύμιζε τίποτα. Ούτε ο τύπος με την κόκκινη μπλούζα και τις χειροπέδες. Ο Νίκος μου 'πε πως γι' αυτό είμαι εδώ.

Κι ότι πρέπει να γράφω. Θα με βοηθήσει.

17.7.11

Όταν ο Μπάμπης χώρισε τη Μαίρη

Μου ζήτησε φωτιά. Τον ρώτησα αν θα άρχιζε το κάπνισμα. Είπε όχι κι έκανε ένα θεσπέσιο πυροκλάνι, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στη Μαίρη.

“Δεν ντρέπεστε λίγο, ρε; Έχετε και γυναίκα στην παρέα.”

“ Έλα μωρέ” της είπα. “Φιλαράκι είσαι.”.

“Δεν είμαι φιλαράκι. Είμαι η κοπέλα του φίλου σου. Αυτού του μαλάκα.”. Γύρισε προς τον Μπάμπη. “Αν το ξανακάνεις θα γίνει πόλεμος.”.

“Χέστηκα. Έτσι κι αλλιώς αν γίνει πόλεμος εγώ κι ο Τάκης θα αυτοεξοριστούμε. Τζαμάικα, Ταϊλάνδη, Νησιά Φίτζι.”

“Κούβα, Κούβα να πάμε.” είπα “Είναι πιο επαναστατικά.”

“Ας είναι Κούβα. Θα βρούμε το πιο γαμάτο μπιτσόμπαρο, με τις καλύτερες τεκίλες, τα καλύτερα ξέκωλα και θα κάνουμε αντίσταση από εκεί.”

Η Μαίρη τα είχε πάρει. Πολύ. “Δεν κόβεις τις μαλακίες λέω εγώ;”

“Δεν είναι μαλακίες.” συνέχισε ο άλλος ήρεμα. “Ο Τάκης θα γράψει πέντε έξι ποιήματα επαναστατικά, θα τα μελοποιήσω εγώ, μερικά αρθράκια από εδώ, λίγο φέισμπουκ από εκεί, τουίτερ, γιουτιούμπ…Έχει ίντερνετ στην Κούβα, ε;”

“Λογικά έχει. Να τα βάλουμε και στο γιουπόρν.” πρόσθεσα κι εγώ την παπαριά μου.

“Κι σ’ αυτό. Κι όταν ηρεμήσουν τα πράγματα γυρνάμε Ελλάδα φίρμες. Μας κάνουν βουλευτές, υπουργούς…”

“Ναι ε;” τον έκοψε θυμωμένα η Μαίρη. “Μετά θα κάνετε και τίποτε άλλο;”

Ο Μπάμπης σηκώθηκε όρθιος, ανέβηκε στον καναπέ κι άρχισε να φωνάζει. “Μετά θα κλάνουμε ελεύθερα. Να έτσι. Και κάτι χαζογκόμενες σαν εσένα και τις φίλες σου θα λένε ‘αχ καλέ τι ωραία που τα λένε, τι σοφοί ανθρώποι είναι αυτοί!’. Γκέγκε; ”.

Η Μαίρη έβαλε τα κλάματα κι έφυγε. Μετά από δυο μέρες τα παιδιά χώρισαν. Μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Εξάλλου αν δεν είχαν χωρίσει δε θα είχα γνωρίσει τη Νάντια ποτέ. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.