Οι χαμένες διδασκαλίες του Ζάο Ζου (2011)

Το Τετράγωνο της Πέι Πέι ανακαλύφθηκε το 1814 κατά τη διάρκεια ανασκαφών που πραγματοποίησε ο Λόρδος Ιγνάτιος Στράγκιστον στην περιοχή Πέι Πέι του νοτιοδυτικού Θιβέτ. Πρόκειται για μια πήλινη τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία είναι χαραγμένα διάφορα σύμβολα σε μία άγνωστη σφηνωειδή γλώσσα. Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες ερευνητών και αρχαιολόγων για σχεδόν δυο αιώνες τα σύμβολα αυτά αποκρυπτογραφήθηκαν μόλις προχθές από τον ελληνοαμερικανό καθηγητή του ΜΙΤ Ντάφυ (Τριαντάφυλλο) Παπά. Ο δρ Παπάς μετά από εκτεταμένες μελέτες κατέληξε στο συμπέρασμα πως το Τετράγωνο αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία του λόγου του Μεγάλου Διδασκάλου Ζάο Ζου όπως γράφτηκε από κάποιον μαθητή του. Η αποκάλυψη αυτή συγκλονίζει τους αρχαιολογικούς, ανθρωπολογικούς και θεολογικούς κύκλους και σαφώς θα πρέπει να αναμένονται εξελίξεις σε διάφορα επίπεδα. Το πλήρες κείμενο του Τετραγώνου, όπως δημοσιεύθηκε χθες στο τεύχος 13 του International Journal of Scientific Anthropology And Other Pipes είναι το εξής:




Ένα πρωί
11.05 Ψηλαφώντας το κομοδίνο του ο Μπομπ συνειδητοποίησε με έκπληξη πως το ξυπνητήρι Τουίτι δεν βρισκόταν στη θέση του και το ανεξήγητο αυτό γεγονός τον προβλημάτισε πολύ. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι του, έτριψε τα μάτια κι άνοιξε το κινητό του. Μόλις είδε την ώρα έβγαλε μια κραυγή που πρέπει ν’ ακούστηκε αρκετά τετράγωνα πιο πέρα. Έβαλε αμέσως τα σπορτέξ του και πετάχτηκε σαν σίφουνας έξω. Στο δρόμο όλοι τον κοίταζαν σαν εξωγήινο κι ο Μπόμπ υπέθεσε πως ήταν όλοι μαλάκες. Μόνο όταν μπήκε στη Γνώση κατάλαβε πως ήταν ακόμα με τις πιτζάμες. Μόλις το αφεντικό του τον είδε άρχισε να φωνάζει κρατώντας μια παγοκύστη στο κεφάλι του «Τι ώρα είναι αυτή ρε σκατόπουστρα; Πώς ήρθες έτσι μωρέ μπάσταρδε; Απολύεσαι ρε παλιομαλάκα!». Και μερικά άλλα τέτοια.

08.20 Τού’ χαν γαμηθεί τα γόνατα. Στην ηληκία του δεν ήταν για πολλά. Ο μπαρμπά Μήτσος ήταν κρυμμένος πίσω από έναν κάδο και πρίμενε κοιτώντας συνεχώς το ρολόι του. Ο φαλακρός είχε αργήσει, πράγμα ασυνήθηστο, κάθε πρωί στις οχτώ το άνοιγε το γαμήδι. Αλλά όσο άντεχε, ο μπαρμπά Μήτσος θα τον περίμενε. Και μόλις τον έβλεπε θα πατούσε την σκανδάλη. Μετά η σφαίρα θα ‘κανε τα υπόλοιπα. Γιατί ο φαλακρός για ένα καφέ του ‘χε γαμήσει τη ζωή. Κι ο μπάρμπας ήθελε μόνο ένα μήνα ακόμα. Μα η αθρίτιδα τον πρόδωσε. Σηκώθηκε λίγο απ’ την κρυψώνα του να ξεπιαστεί, η καραμπίνα βγήκε σε κοινή θέα κι ένας αστυνομικός που περνούσε τον συνέλλαβε χωρις ομολογουμένως ιδιαίτερο κόπο. Γιατί ο μπαρμπά Μήτσος δεν πρόβαλε καμιά αντισταση, δεν ήθελε να πειράξει κανέναν άλλο. Ήθελε μόνο να γαμήσει το φαλακρό.

08.16 Ο αστυνόμος Θεοπάρης έτρωγε το πρωινό του ντόνατ κι έπινε καφέ από πλαστικό κιπελάκι καθώς χάζευε τις εφημερίδες που κρεμόταν στο περίπτερο. Ο ασύρματός του έβγαλε έναν τσιριχτό ήχο και μια φωνή τίγκα στα παράσιτα τον ειδοποίησε πως στην οδό Αγωνίας κάποιος χωρίς προφανή λόγο σωριάστηκε στο έδαφος. Ο αστυνόμος πέταξε το ντόνατ του ( τον καφέ τον είχε πιει όλο ) και άρχισε να προχωράει προς τον τόπο του παράξενου συμβάντος. Δυο στενά πιο κάτω, έξω από τη γνώση είδε ένα γέρο με μια καραμπίνα. Έβγαλε το περίστροφό του, τον σημάδεψε και του φώναξε «ΑΚΙΝΗΤΟΣ!!». Ο γέρος σήκωσε αμέσως τα χέρια του ψηλά.

07.59 Ο Ροδόλφος δεν μπορόυσε να διακρίνει το Ρεμπώ από το Ράμπο γεγονός που δεν τον εμπόδισε να έχει βιβλοπωλείο. Κληρονόμησε τη Γνώση από τον πατέρα του κι έχωσε μέσα έναν υπάλληλο που τον γαμούσε και τον έδερνε. Κι ένα πρωί τον απέλυσε γιατί δεν του ‘φερε καφέ. Κι ο τύπος ήταν εξηντακάτι., ένα μήνα ήθελε να βγει στη σύνταξη. Ο Ροδόλφος ήξερε πως του’ χε γαμήσει όση ζωή του έμενε. Μετά βέβαια πήρε άλλο υπάλληλο τον οποίο επίσης γαμούσε κι έδερνε. Γιατί ο Ροδόλφος Μπράουν ήταν κακός άνθρωπος. Και το απολάμβανε. Πηγαίνοντας να ανοίξει το μαγαζί άκουσε ένα εκοφαντικό ντριρρρρνννν. Σχεδόν αμέσως κάτι τον χτύπησε στο φαλακρό του κεφάλι. Κάποιος περαστικός που τον είδε κάλεσε τους μπάτσους.

07.58 Το ξυπνητήρι Τουίτι χτήπησε μ’ ένα δυνατό ντρρρρρινννννν που θα ‘κανε το Συλβέστρο να χεστεί πάνω του. Ο Μπομπ χωρίς να ξυπνήσει τέντωσε το χέρι του, άρπαξε τον Τουίτι και χωρίς να τον κλέισει τον εκσφεντόνισε έξω από το ανοιχτό του παράθυρο. Μετά συνέχισε να ονειρεύεται.”

Ο μεγάλος Διδάσκαλος Ζάο Ζου τελείωσε την αφήγησή του, άναψε ένα μάλμπορο λάιτ και μας κόιταξε. Εκείνος ο φύτουλας ο Τσογκ Λη σήκωσε διστακτικά το χέρι του και είπε «Ενδιαφέρουσα η παραβολή σας μεγάλε Διδάσκαλε αλλά δεν μπόρεσα να κατανοήσω το βαθύτερό της νόημα.» Από την τελευταία σειρά που καθόμουν άφησα για λίγο το κουπόνι του στοιχήματος και ούρλιαξα «Πίπες παντού! Να παν να γαμηθούν τα νοήματα!». Ο Ζάο Ζου με κοίταξε επιδοκιμαστικά και είπε « Το βαθύτερο νόημα είναι πως δεν υπάρχει βαθύτερο νόημα. Εύγε Γου Τσαν. Συ θα κληρονομήσεις τη βασιλεία των ουρανών.». Τράβηξε μια τζούρα ακόμα και έφυγε από την τάξη σφυρίζοντας το ‘Some velvet morning’. 
 

Ένα μεσημέρι

Βράζουμε τα μακαρόνια να μείνουν al dente. Ύστερα χτυπάμε σε ένα γυάλινο μπώλ με σύρμα το ανθότυρο με το γάλα και ρίχνουμε τη φλόυδα πορτοκαλιού το αλάτι και φρεσκοτριμένο πιπέρι. Μετά χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο γιατί η πουτάνα μας χώρισε. Κοιτάμε τα αίματα και παίρνουμε τηλέφωνο τα κανάλια να 'ρθουν. Όταν οι δημοσιογράφοι σκάσουν μύτη τους δείχνουμε τον τοίχο. Τους λέμε αυτό είναι ένα μάτι. Αυτό είναι ένα φρύδι. Κι αυτό ολοφάνερα είναι ένα αγκάθινο στεφάνι. Ο Ματωμένος Ιησούς του Τοίχου γίνεται είδηση. Το θαύμα που χρειάζονται όλοι. Κόσμος αρχίζει να έρχεται. Πρώτα κάτι γρίες απο τη γειτονιά. Αφήνουν λειτουργιές και δίευρα. Μετά ένα πούλμαν από την πρωτέυσα. Αφήνουν χρυσά σταυρουδάκια και λίρες. Και μέτα κι άλλα πούλμαν. Σκότώνουμε ό,τι χρυσαφικά μας αφήσουν και κλέινουμε εισητήριο για Τζαμάικα. Αράζουμε σ' ένα μπιτσόμπαρο. Δυο μάυρες μας παίρνουν πίπες. Που και που τη θυμόμαστε.”.

Και λέγοντας τα λόγια τούτα ο μεγάλος Διδάσκαλος Ζάο Ζου έμεινε αμίλητος. Και μετά από κανά μισάωρο έκλασε. Σοκαριστήκαμε όλοι από αυτήν την δίχως αιδώ πράξη. Ζητήσαμε εξηγήσεις αλλά ο Ζάο Ζου δεν μιλούσε. Τότε ήταν που ο Τσογκ Λη σηκώθηκε όρθιος και είπε: “Συνάδελφοι! Αυτό που θέλει ο Δάσκαλος να μας πει είναι ότι τα λόγια είναι μάταια για να εξηγήσουμε τα μυστήρια της ύπαρξης. Αν δεν μπορουμε να μιλήσουμε, καλύτερα να κλάσουμε.” Κι ενθουσιασμένοι όλοι αρχίσαν να τις αμολάνε.
Εκτός από μένα. Ο Ζάο Ζου το παρατήρησε και μίλησε μετά από μακρά σιωπή. “ Εσύ τέκνο μου γιατί δεν κλάνεις;” “Δεν μου 'ρχεται μεγάλε Διδάσκαλε. Έχεσα το πρωί.” απάντησα. “Πέρνα αμέσως έξω” είπε ο Δάσκαλος και τα λόγια αυτά κάναν τους άλλους να γελάσουν χαιρέκακα. Μα μόλις ο βγήκα έξω, άκουσα τον Ζάο Ζου να σφάλιζει καλά τα παράθυρα και τον είδα μετά να βγαίνει κι αυτός κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. "Καλοί μαλάκες είναι" μου είπε. " Ακολουθούν τον κάθε παπάρα που το παίζει δάσκαλος, προσπαθουν να βρουν νόημα στα πάντα, ξεχνάν να ζουν. Ασ' τους τώρα να μυρίζουν τις πορδές τους." Κι όπως έμαθα αργότερα , την ώρα που αράζαμε παρέα στο κυλικείο πίνωντας μπύρες. πίσω από την κλειδωμένη πόρτα κάποιος πρότεινε πως : "ίσως θέλει να μας πει πως όσο κι αν προσπαθούμε θα μείνουμε πάντα κλειδωμένοι στη μικρότητα της ύπαρξής μας.". 


Ένα βράδυ

 « Στην αρχή ήταν το Παρίσι. Στο Λούβρο. ‘Ενα γουρουνάκι που έτρεχε στους διαδρόμους σκούζοντας. Αστείο θέαμα. Αλλά άμα πρόσεχες πως στο πίσω αριστερά πόδι είχε δεμένη μια ωρολογιακή βόμβα θα καταλάβαινες ότι μάλλον έπαιζε μαλακία. Η βόμβα έκανε μπλινγκ μπλινγκ και μετά μπανγκ.Επισκέπτες και εκθέματα γίναν στάχτη και μπόυρμπελη.
Μετά το Λονδίνο. Στην πτήση 412 Νέα Υόρκη-Λονδίνο της British Airways επιβάτες εκτός από executive managers και χοντροτουρίστες ήταν μια στρουθοκάμηλος, ένα κοάλα κι ένας αλιγάτορας, τράμπα μεταξύ ζωολογικών κήπων. Άγνωστο πως τα ζώα βγήκαν από τα κλουβιά τους, μπήκαν στο κόκπιτ, εξουδετέρωσαν τον πιλότο και πήραν τον έλεγχο του αεροσκάφους. Και το στούκαραν πάνω στο Μπιγκ Μπεν.
Και το Βατικανό. Αυτό είναι το αγαπημένο μου. Έξω από τον Άγιο Πέτρο ένα κοπάδι σκύλοι κάψαν σε μια πυρά χίλια αντίτυπα της φάρμας των ζώων του Όργουελ. Λίγο πιο πριν είχαν γαζώσει με καλάσνικοφ τον Πάπα, την ελβετική φρουρά και μερικές εκατοντάδες πιστών καθολικών.
Τότε βγήκε και το πρώτο έκτακτο. Ο σούπερ ντούπερ δημοσιογράφος μας Τζόνυ Απίκος ανακοίνωσε πως τα ζώα κατέλαβαν τον κόσμο γιατί οι άνθρωποι τα ‘χαμε κάνει όλα σκατά. Ένας χιμπατζής τον σημάδευε με μια μπερέτα καθ’ όλη τη διάρκεια του δελτίου.
Αστυνομίες, στρατοί, μυστικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Τους είχαν εξοντώσει οι κατσαρίδες νίτζα και τα κουνούπια καμικάζι. Η ανθρωπότητα την είχε γαμήσει εντελώς, φίλε μου. Αλλά τότε...»
Ο μπάρμαν κοίταξε το Ζάο Ζου. Είχε πέσει λιπόθυμος πάνω στο μπαρ αφήνοντας μισή την ιστορία του. «Μη του δίνεις σημασία» μου ‘πε. « Έχασε την οικογένεια του σε τροχαίο. Του ‘χει σαλέψει από τότε. Κάθεται, πίνει τα κέρατά του και λέει τα παραμύθια του σ' όποιον θέλει να τα ακόυσει. Και κάθε βράδυ καταλήγει έτσι. Σφίγγεται η ψυχή μου που τον βλέπω.»
Ήπια μια γενναία γουλιά τζιν. Δεν είχα κάτι να πω. Σκότωσα μια μύγα που καθόταν στο χέρι μου. Έτσι για να ‘μαι σίγουρος. Πλήρωσα τα ποτά μου, σηκώθηκα και έφυγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: