0
Με λένε Τζόνι Ντάνιελς κι όπου να ‘ναι θα πεθάνω. Ένα μπανγκ μπανγκ και μετά τέρμα, πάπαλα ο Τζονούλης, τον ήπιε ολοσχερώς και αμετάκλητα. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσω και να συνεχίσω να αποτελώ τμήμα αυτού του γαμημένου σύμπαντος είναι να πέσει από το πουθενά στο κεφάλι του πούστη με την καραμπίνα που με σημαδεύει ένα αμόνι. Το ξέρω
δεν είναι και πολύ πιθανό..Την έχω γαμήσει ρε εντελώς, μη το ψάχνεις.
Υπό άλλες συνθήκες θα ‘χα αρχίσει τα πατερ ημών κι όσες προσευχούλες κατέβαιναν στη κούτρα μου θα τις έλεγα μπας και συγχωρεθώ για όσες μαλακίες έχω κάνει γιατί ‘ντάξει έχω φάει κόσμο, έχω δώσει πρέζα, σκέψου ό,τι θες, το ‘χω κάνει. Αλλά τώρα ξέρω την Αλήθεια και στ’ αρχίδια μου όλα. Μου την είπε ο Τσάρλι κι ό,τι λέει ο Τσάρλι έχει ισχύ νόμου. Δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχουν άγγελοι, πίπες όλα. Υπάρχει μόνο το.... Μη σε μπλέκω. Πιστεύω πως θες το σκατοκέφαλό σου.
Αυτό που θα κάνω είναι να γράψω στο γαμημένο μου μυαλό ένα εκπληκτικό μυθηστόρημα με τις περιπέτιές μου. Ο Τσάρλι μου ‘χε πει πως έχω το βασικό προσόν για να γίνω μεγάλος συγγραφέας. Κι επειδή όπως το κόβω πολύ χρόνο δεν έχω στο βιβλίο αυτό θα περιγράφεται μόνο η τελευταία μου νύχτα πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Το ονομάζω μη σώζετε τον κόσμο Σάββατο γιατί σήμερα είναι Κυριακή και χθες πήγα να σώσω τον κόσμο και τα έκανα σκατά. Αν τυχόν την σκαπουλάρει ο Τζονούλης δεσμεύεται να δημοσιέυσει την πλήρη βιογραφία του εικονογραφημένη, τρίτομο έργο, και γαμώ τα συγγράματα. Επίσης θα σου ‘ξηγηθεί τραπεζάκι κομπλέ στα μπουζούκια.
Τέρμα οι πρόλογοι. Παίρνω φόρα και αρχίζω την ιστόρηση των γεγονότων χωρίς υπερβολές, χωρίς περιορισμούς όπως πραγματικά συνέβησαν. Κι όσο δεν ακόυγεται μπανγκ μπανγκ θα συνεχίζω.
1
Η ιστορία ξεκινά πριν περίπου δέκα ώρες. Ήμουν σπίτι και τον έπαιζα. Με την έννοια ότι δεν έκανα κάτι χρήσιμο για την κοινωνία σου όχι ότι αυνανιζόμουνα. Θα μπορούσα να ‘μουν στις πουτάνες, τη Ναταλί ή τη Ζίνα που ‘χαν αλλάξει μπουρδέλο και πήγαν σ’ αυτό με τους ωραίους καναπέδες, αλλά ό,τι τελευταία φράγκα μου μείναν τα ‘χα ακουμπήσει σε τσιγάρα και μπύρες. Μαλακία μου. Τέλος πάντων Καθόμουν στο γραφείο, άκουγα Νίνα Σιμόν και έπινα, χωρίς να ‘χω κάτι να περιμένω, χωρίς να πιστεύω πως κάτι μπορεί να αλλάξει. Η μελαγχολία ήταν απλά θέμα χρόνου.
Ώσπου χτύπησε η γαμημένη η πόρτα, άνοιξα και το Φως φάνηκε στο κατώφλι. Το Φως είχε απίστευτα βυζιά και το λέγαν Μπέμπα Ντολ. Αυτή φταίει για όλα, η παλιοπουτάνα με τα πράσινα μάτια.
«Συγγνώμη, ήθελα τον κύριο Τζόνυ Ντάνιελς» Φωνή αισθησιακή όσο δεν παίρνει. Υποσχόταν αβάδιστο και αβασάνιστο σεξ.
«Ο ίδιος.» Φωνή μεθυσμένης αρκούδας. Δεν υποσχόταν τίποτα απολύτως εκτός ίσως από μια πιθανότατη αδυναμία διεξαγωγής σοβαρής συζήτησης.
Με εξέτασε από τη κορφή μέχρι τα νύχια. Μπυροκοίλι, τρίχες στη μύτη και μια ανάσα που βρώμαγε Guiness. Κακός συνδιασμός. Με κοίταξε σαν να της είπα ‘’ ξέρεις, στις ελεύθερες ώρες μου βιάζω τον Πάπα’’ και είπε. απλά: «Αποκλείεται.»
Κι επειδή ο Τζονούλης δεν γουστάρει να του αμφισβητούν το είναι του κι επειδή ήθελε να κάνει ένα μπανάκι απάντησε ψύχραιμα και με ήρεμο τόνο. «Κοίτα κοπελιά, η ταυτότητα μου είναι στο παντελόνι μου στη κρεβατοκάμαρα. Τράβα δες την κι όπως έρχεσαι άναψε το θερμοσίφωνα.» Ξέχασα να σου πω. Δεν φορούσα ο μαλάκας παντελόνι και τόση ώρα το ‘χα ξεχάσει εντελώς. Στεκόμουν μπροστά της με τα σώβρακα έτοιμος λες για άμεση ανταλλαγή σωματικών υγρών.
Με ξανακοίταξε. Ομολογώ πως ήταν ψύχραιμη. Άλλη στη θέση της θα μου ‘χε σκάσει χαστούκι «Είσαι πολύ κάφρος αλλά θα σε πιστέψω. Απλά σε περίμενα αλλιώς, πολύ αλλιώς. Τέλος πάντων. Με λένε Μπέμπα. Μπέμπα Ντολ. Θα ‘θελα να μιλήσουμε για μια δουλεία.»
Μάλιστα. Δουλειά. Χρειαζόμουν τα φράγκα. Κι η γκόμενα έλεγε. Της είπα να περάσει μέσα και της πρόσφερα μια μπύρα. Μια μπύρα λιγότερη μερικές φορές σημαίνει ένα γαμήσι παραπάνω. Δεν υπάρχει θεωρητική απόδειξη γι’ αυτό. Το καταλαβαίνεις πειραματικά μετά από πολλές δοκιμές.
«Πόσα δωμάτια;» Μάλλον την κούφανα. Πρόλαβα να τελειώσω την μπύρα, να ρευτώ και να πω ένα ‘’ σόρι μαντάμ’’ πριν απαντήσει.
«Ορίστε;»
«Πόσα δωμάτια έχεις για σοβάτισμα;»
«Συγγνώμη, είναι κάποιο συνθηματικό;»
«Όχι. Όταν λέμε πόσα δωμάτια έχεις για σοβάτισμα εννοούμε πόσα δωμάτια έχεις για σοβάτισμα. Σοβατζή δε θες;» Το ‘πα με απόλυτη φυσικότητα και χίλιες κεραμίδες πέσαν στο πανέμορφό της κεφάλι.. Αν η καρδιά της ήταν πιο αδύναμη θα μου ‘χε μείνει στα χέρια. Αν ήταν μπάρμπας θα ‘χε πάθει εγκεφαλικό. Έκανε μια τιτάνια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει το τι γίνεται και ρώτησε μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί απόλυτα.
«Σοβατζής είσαι;»
Θα μπορούσα να πω ότι ήμουν μοντέλο ποδοσφαιρικών καλτσών για σέντερ μπακ με πλατυποδία, δοκιμαστής παστουρμάδων ή εκπαιδευτής σαρκοφάγων κοάλα αλλά σκέφτηκα ότι ήδη είχα πει αρκετές μαλακίες.
«Ναι. Δεν δίνει πολλά αλλά είναι μια τίμια δουλειά.»
«Μου ‘παν ότι είσαι εκτελεστής νίτζα.»
Γαμησέ τα. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί αλλά με είχαν ανακαλύψει.. Ναι, ήμουνα νίτζα δολοφόνος. Έτσι σκατά που γίναν τα πράγματα δεν έχει νόημα να το κρύβω. Κι ήμουν από τους καλούς, κι επειδή όσο κι αν δεν μου φαίνεται κατά βάθος είμαι ταπεινός άνθρωπος δεν θα πω ο καλύτερος. Μα κάτι μέσα μου μια μέρα έσπασε, λύγισα ή να το πω πιο επιστημονικά επαναπροσδιόρισα τους ηθικούς μου φραγμούς. Δεν ήθελα ρε παιδί μου να σκοτώνω άλλους αθώους. Ίσως να ‘ταν η συνειδητοποίηση του απεχθούς των εγκλημάτων μου, το αίμα στους τοίχους, τα κομμένα κεφάλια, ίσως πάλι απλή βαρεμάρα. Έστειλα που λες μια ωραία πρωία στο διάολο το Βαρόνο και τον Όμιλο κι εξαφανίστηκα μέσα στις σκιές. Δέκα χρόνια κρυβόμουν. Κι έγια ο πιο μεθυσμένος σοβατζής του σύμπαντος. ‘Ο;τι φράγκα έβγαζα τα τρωγα στο ποτό και το μουνί. Αρκετά φυσιολογικό αν το σκεφτείς. Κι ήταν ήρεμα. Μέχρι τώρα που απέναντί μου δυο βυζιά θέλαν να μου αναθέσουν αποστολή. Να με γυρίσουν πίσω στο αίμα.
«Κοίτα κούκλα μου, δεν ξέρω πως διάολο με βρήκες αλλά έχω αποσυρθεί.»
Άναψα ένα τσιγάρο και τη γάμησα για λίγο με τα μάτια. Και, πιστέψέ με, είναι λίγο δύσκολο να γαμήσεις με τα μάτια άμα τρέμεις.
«Το πως σε βρήκα δεν έχει καμία σημασία. Ας πούμε ότι μου ‘ρθε θεία φώτιση. Το θέμα είναι ότι χρειάζομαι επιγόντως τη βοήθειά σου. Με προσέχεις;»
«Πώς να προσέξω τι λες με τέτοια πόδια;»
«Έχω θα ‘πρεπε να ‘χα το πρόβλημα που σε βλέπω μ’αυτό το μποξεράκι.» Το μποξεράκι με τους ροζ ρινόκερους. Η μυστική μου μουνοπαγίδα. Όλες θέλουν να χαϊδέψουν τους ρινόκερους.
«Είμαι τόσο hot ε;»
«Δε θα το ‘λεγα. Με κάνεις να θέλω να ξεράσω. Αν δεν σε είχα τόσο μεγάλη ανάγκη θα είχα φύγει.»
«Όλες έτσι λέτε στην αρχή. ..Τη δουλειά ξέχνα την. Τζάμπα χάνεις το χρόνο σου. Δεν πρόκειται να σκοτώσω κανέναν. Τα ‘χω σιχαθεί αυτά. Πλέον είμαι ένας φτωχός και μόνος σοβατζής.»
« Αν δεχτείς τη προσφορά μου δεν θα’ σαι πια φτωχός. Ούτε μόνος.» Η φωνή της υποσχόταν άγριο σεξ. Στο ξαναείπα αυτό ε; Κι εσύ αν την είχες ακούσει για αυτή θα έλεγες μέχρι να πεθάνεις. Θα μπορούσα να δεχτώ Το μυαλό μου έλεγε όχι, η πούτσα μου έλεγε ναι. Κωλοκατάσταση.
Κι έτσι αποφάσισα να είμαι ειληκρινής.
«Δεν πρόκειται να ξαναγίνω νίτζα εκτελεστής. Αν θες να γαμηθούμε κάτσε, αλλιώς τον πούλο. Καληνύχτα.»
«Γαμήσου μόνος σου ανώμαλε! Από δω και πέρα θα ‘σαι υπεύθυνος για ό,τι γίνει..»
Έφυγε κλείνοντας απότομα την πόρτα κι εγώ πήγα για ένα θεσπέσιο χέσιμο.
2
Φιλαράκι, ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί σ’ αυτή τη κωλοζωή; Να ψάχνεις σαν το μαλάκα να βρεις αγάπη και μετά να παίρνεις τ’ αρχίδια σου στο χέρι; Να βρίσκεις αγάπη αλλά να κρατάει ελάχιστα και να μένεις ύστερα συναισθηματικά γαμημένος; Όχι μαλάκα μου, όλα αυτά είναι πίπες.
ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΟΥΛΗ ΝΟΥΜΕΡΟ 1
ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ Σ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΟΥΣ ΑΛΛΗΛΟΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ. ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΕΝΩ ΕΙΣΑΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΚΙ ΑΜΟΛΑΣ.
Ήταν ένα απλό γκλινγκ γκλονγκ σαν τόσα άλλα μα στα ιδρωμένα μου αυτιά ήχησε σαν τις τρομπέτες της Αποκάλυψης. Όχι ψέματα, οι άγγελοι δεν είναι Λούις Αρμστρονγκ αν και θα ‘χε πλάκα στο τέλος του κόσμου να ακουγόταν το ‘My funny valentine’. Η Καινή Διαθήκη μιλάει σαφώς για τρομπόνια. Ή σάλπιγγες; Μμμμ, άμα έχεις μια καραμπίνα να σε σημαδεύει νομίζω ότι έχεις κάθε δικαίωμα να λες μαλακίες.
Τρόμαξα, η αλήθεια είναι αυτή. Ξέρεις είχα φτάσει σ’ αυτήν την κατάσταση σχεδόν νιρβάνας να την πω που ακολουθεί μια απολαυστική εκκένωση και το κουδούνι με επανέφερε απότομα. Την παραλίγο ανακοπή διαδέχτηκαν ατσούμπαλες κινήσεις που ‘χαν στόχο το άμεσο ανέβασμα των βρακιών μου. Να μη στα πολυπρήζω , κατάφερα τελικά να ανοίξω την πόρτα. (χειροκροτήματα κονσέρβα) κι ένας καραφλός μπούκαρε μέσα.
«Είναι εδώ.»
«Συγγνώμη;»
«Τα μικρά μοβ ανθρωπάκια είναι εδώ.»
«Τα ποια;»
«Τα μικρά μοβ ανθρωπάκια. Ανεβοκατεβαίνουν στη κωλοτρυπίδα μου. Τα νιώθω.»
Αυτό ήταν. Διέκοψα τη νιρβάνα μου για να ακόυσω τις πίπες ενός μαλάκα.
«Και τι θέλετε να κάνω:»
«Να μου πείτε αν είναι φυσιολογικό.»
«Ξέρω κι εγώ. Μπορεί και να ‘ναι. Αλλά εσείς ποιος είστε;»
Δεν ξέρω γιατί δεν τον εκπεραθύρωσα, γιατί δεν άφησα την βαρύτητα να αναλλάβει τα υπόλοιπα, γιατί δεν του έδωσα τη δυνατότητα να πέσει σαν σκατό στον ακάλυπτο, αλλά του έδινα θάρρος να με ζαλίσει κι άλλο. Είναι ένα ερώτημα που θα μπορούσε κάλλιστα να μπει στο Βιβλίο Των Μεγάλων Μυστηρίων Του Σύμπαντος κάτω από το ‘ποιος πούστης μου κλέβει τους αναπτήρες’. Ίσως να έφταιγε το ότι ήδη είχα πιεί αρκετά κι είχα τρελή όρεξη να μαλακιστώ.
«Ω παράλειψίς μου. Αρμάνδος Ρόουζ. Νιώθετε κι εσείς τα ανθρωπάκια;»
«Φυσικά. Εμένα παίζουν μπόουλινγκ στο στομάχι μου και τα σάββατα άμα έχει ήλιο κανονίζουνε πικ νικ στο κωλάντερό μου .»
Τώρα που το σκέφτομαι αυτό δεν ήταν συζήτηση. Έμοιαζε πιο πολύ με κείμενο του Μπάροουζ. Ο σαπιοκοιλιάς και το καραφλόνι μιλούν για τους μοβ περιπατητές των κωλοτρυπίδων. Μόνο τα πρεζάκια λείπαν.
Χρειαζόμουν κι άλλη μπύρα.
«Θέλετε να σας μιλήσω για τα όνειρά μου;»
«Τι να σας πω. Άμα θέλετε. Εγώ δεν έχω και κάτι καλύτερο να κάνω. Δηλαδή στις πουτάνες θα πήγαινα αλλά πού φράγκα. Σκατά οι δουλειες βλέπετε αγαπητέ μου. Γι’ αυτό το καφάσι μπύρες έδωσα τα μαλλιοκέφαλά μου. Θα σας πείραζε να πίνω μία καθώς ακούω;»
«Όχι καθόλου. Κατανοώ. Αρχίζω.. γκουχ, γκουχ. Εγώ που λέτε ονειρεύομαι κήπους. Μεγάλους κήπους γεμάτους γλαδιόλες, μπουκαμβίλιες και κυκλάμινα.»
«.... εγώ πάλι κώλους και βυζιά.»
«Μη με διακόπτετε, ξεχνάω τι έλεγα. Ο άνεμος φυσάει απαλά και νιώθω απόλυτη ηρεμία και γαλήνη. Το σώμα μου έχει χαλαρώσει, παντού υπάρχουν χρώματα και μυρωδιές.. Μελισσούλες πετούν, πουλάκια κελαηδούνε και νερά τρέχουνε γάργαρα.... και μετά ... μετά έρχονται τα αρκουδάκια της αγάπης τσαλαπατάνε τις γλαδιόλες και τις μπουκαμβίλιες , ξεριζώνουν τα κυκλάμινα και ψεκάζουνε τις μελισσούλες με τέζα. Μετά βγάζουνε τις φονικές τους σφεντόνες και σφεντονίζουνε τα καημένα τα πουλάκια. Τα πάνε λάφυρα στον αρχηγό τους τον Σπορ Μπίλυ, αυτός φεύγει με το διαστημόπλοιό του και μ’ αφήνει μόνο μου να κλαίω.»
«Τι μου λέτε....»
«Και σας ρωτώ, τι σημαίνουν όλα αυτά γιατρέ μου;»
«Όπα παρεξήγηση. Ο κύριος Γιουγκ είναι στον πάνω όροφο. Εγώ είμαι σοβατζής.»
«Και γιατί σας μιλάω τόση ώρα σαν μαλάκας;»
«Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα κι εγώ.»
«Αυτό ήτανε. Φεύγω.»
«Καληνύχτα Αρμάνδε.»
Από όλα όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα αυτό το περιστατικό παίζει να ήτανε το πιο λογικό. Ένας τρελός που μπέρδεψε τους ορόφους δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα απίστευτα ακόμη και για έναν πρώην νίτζα εκτελεστή ακολούθησαν.
Άναψα ακόμη ένα τσιγάρο, έφτιαξα μια ωραία ταμπελίτσα που έλεγε ‘ΕΔΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΗΜΙΟΡΟΦΟΣ. Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ 1ο’ και την κόλλησα στον διάδρομο της πολυκατοικίας. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει. Γούσταρα τη βροχή από τότε που ήμουν νίτζα. Ο ήχος της κάλυπτε τα βήματά σου. Μερικές φορές σου έσωζε τη ζωή. Και σου φαιρνέ κατούρημα.
Δεν είχα κάτι να κάνω. ‘Νταξει η Μπέλα κι ο Αρμάνδος ήταν μια μικρή ηλήθια παρένθεση σε μια νύχτα που ‘χε όλα τα φόντα να γίνει απολύτως μίζερη. Μα όσο η ώρα περνούσε το κωλοβάρεμα γινόταν αβάσταχτο σαν διπλή πίτα γύρο τζατζίκι που σου ‘χει κάτσει στο στομάχι μια μέρα που δεν έχεις κόκα κόλα. Στην τηλεόραση έπαιζε μαλακίες και στο ράδιο δεν είχε άλλη Νίνα. Κατέβηκα μια βόλτα στο τετράγωνο για να ηρεμήσει το κεφάλι μου και να βραχώ. Έίδα τη Ζίνα αγκαλιά με πελάτη, μερικά σκυλιά να μυρίζονται πριν γαμηθούν και την Μπέμπα πυροβολημένη μπροστά από έναν κάδο. Ένας μπάτσος δίπλα της προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε. Δεν ξέρω γιατί αλλά πλησίασα. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη μαλακία που ‘χα κάνει ποτέ στη ζωή μου.
3
ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΟΥΛΗ ΝΟΥΜΕΡΟ 2
ΑΝ ΠΟΤΕ ΔΕΙΣ ΒΥΖΑΡΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΜΕΝΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ, ΚΑΝ ‘ΤΗΝ ΜΕ ΕΛΑΦΡΑ ΠΗΔΗΜΑΤΑΚΙΑ ΚΑΙ ΠΙΕΣ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΣΤΟ ΚΟΝΤΙΝΟΤΕΡΟ ΜΠΑΡ. ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΠΑΡ ΕΚΕΙ ΚΟΝΤΑ ΠΑΡΕ ΜΙΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ ΚΑΙ ΠΙΕΣ ΤΗΝ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΓΚΑΚΙ. ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ ΜΗ ΠΑΣ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΕΓΙΝΕ.
Γιατί αγορίνα θα μπλέξεις άσχημα όπως έμπλεξε κι ο Τζονούλης και τώρα ένας πούστης είναι έτοιμος να τον στείλει για μπουρέκια. Γενικά μη κάνεις μαλακίες, να 'σαι ......
4
Μπανγκ, μπανγκ!!!!!!!!
1 σχόλιο:
και άλλο!! και άλλο!!! η groupie σου!
Δημοσίευση σχολίου