Μου ζήτησε φωτιά. Τον ρώτησα αν θα άρχιζε το κάπνισμα. Είπε όχι κι έκανε ένα θεσπέσιο πυροκλάνι, γεγονός που δεν άρεσε καθόλου στη Μαίρη.
“Δεν ντρέπεστε λίγο, ρε; Έχετε και γυναίκα στην παρέα.”
“ Έλα μωρέ” της είπα. “Φιλαράκι είσαι.”.
“Δεν είμαι φιλαράκι. Είμαι η κοπέλα του φίλου σου. Αυτού του μαλάκα.”. Γύρισε προς τον Μπάμπη. “Αν το ξανακάνεις θα γίνει πόλεμος.”.
“Χέστηκα. Έτσι κι αλλιώς αν γίνει πόλεμος εγώ κι ο Τάκης θα αυτοεξοριστούμε. Τζαμάικα, Ταϊλάνδη, Νησιά Φίτζι.”
“Κούβα, Κούβα να πάμε.” είπα “Είναι πιο επαναστατικά.”
“Ας είναι Κούβα. Θα βρούμε το πιο γαμάτο μπιτσόμπαρο, με τις καλύτερες τεκίλες, τα καλύτερα ξέκωλα και θα κάνουμε αντίσταση από εκεί.”
Η Μαίρη τα είχε πάρει. Πολύ. “Δεν κόβεις τις μαλακίες λέω εγώ;”
“Δεν είναι μαλακίες.” συνέχισε ο άλλος ήρεμα. “Ο Τάκης θα γράψει πέντε έξι ποιήματα επαναστατικά, θα τα μελοποιήσω εγώ, μερικά αρθράκια από εδώ, λίγο φέισμπουκ από εκεί, τουίτερ, γιουτιούμπ…Έχει ίντερνετ στην Κούβα, ε;”
“Λογικά έχει. Να τα βάλουμε και στο γιουπόρν.” πρόσθεσα κι εγώ την παπαριά μου.
“Κι σ’ αυτό. Κι όταν ηρεμήσουν τα πράγματα γυρνάμε Ελλάδα φίρμες. Μας κάνουν βουλευτές, υπουργούς…”
“Ναι ε;” τον έκοψε θυμωμένα η Μαίρη. “Μετά θα κάνετε και τίποτε άλλο;”
Ο Μπάμπης σηκώθηκε όρθιος, ανέβηκε στον καναπέ κι άρχισε να φωνάζει. “Μετά θα κλάνουμε ελεύθερα. Να έτσι. Και κάτι χαζογκόμενες σαν εσένα και τις φίλες σου θα λένε ‘αχ καλέ τι ωραία που τα λένε, τι σοφοί ανθρώποι είναι αυτοί!’. Γκέγκε; ”.
Η Μαίρη έβαλε τα κλάματα κι έφυγε. Μετά από δυο μέρες τα παιδιά χώρισαν. Μάλλον ήταν καλύτερα έτσι. Εξάλλου αν δεν είχαν χωρίσει δε θα είχα γνωρίσει τη Νάντια ποτέ. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου