Πήγα σπίτι. Όχι ότι γούσταρα αλλά δεν υπήρχε εκεί κοντά κανά μπαρ με σοβαρές τουαλέτες. Πήρα ένα μίκυ μάους, μπήκα στο μπάνιο και έχεσα. Ύστερα άνοιξα το παράθυρο. Σκέφτηκα έναν άνθρωπο που κλάνει κι ανοίγει το παράθυρο να ξεβρωμίσει. Ο αέρας φυσάει κι ο άνθρωπος αυτός κρυώνει και κλάνει πιο δυνατά. Και βρωμάει περισσότερο. Σκέφτηκα όλα τα πράγματα που προσπάθησα να διορθώσω και τα 'κανα χειρότερα. Σκέφτηκα πως ίσως να 'ταν καλύτερο να τα αφήνα να διορθωθούν από μόνα τους.
Μετά ξανάβαλα τα παπόυτσια μου και βγήκα να πιω κανά ποτό ακόμα.
30.7.08
28.7.08
Μικρές παπαριές
Πορφυρά τα μουνιά των πατέρων
αστράφτουν καθώς σβήνουν οι εποχές
φαίρνουν στη μνήμη μου τη μούχλα των αστέρων
κι αποσυντείθονται στη λήθη του χθες.
Με κάνουν να γράφω μικρές παπαριές.
Ώσπου να 'ρθεί ένα μακάβριο δείλι
που στο λαιμό μου κάτσει κουραμπιές
και θα 'χω αίμα και άχνη στα χείλη.
Θα σας κεράσουνε κονιάκ και ελιές.
Θα πεθάνουν μαζί μου οι μικρές παπαριές.
αστράφτουν καθώς σβήνουν οι εποχές
φαίρνουν στη μνήμη μου τη μούχλα των αστέρων
κι αποσυντείθονται στη λήθη του χθες.
Με κάνουν να γράφω μικρές παπαριές.
Ώσπου να 'ρθεί ένα μακάβριο δείλι
που στο λαιμό μου κάτσει κουραμπιές
και θα 'χω αίμα και άχνη στα χείλη.
Θα σας κεράσουνε κονιάκ και ελιές.
Θα πεθάνουν μαζί μου οι μικρές παπαριές.
11.7.08
Σ' ένα μπαρ
« Στην αρχή ήταν το Παρίσι. Στο Λούβρο. ‘Ενα γουρουνάκι που έτρεχε στους διαδρόμους σκούζοντας. Αστείο θέαμα. Αλλά άμα πρόσεχες πως στο πίσω αριστερά πόδι είχε δεμένη μια ωρολογιακή βόμβα θα καταλάβαινες ότι μάλλον έπαιζε μαλακία. Η βόμβα έκανε μπλινγκ μπλινγκ και μετά μπανγκ. Επισκέπτες και εκθέματα γίναν στάχτη και μπόυρμπελη.
Μετά το Λονδίνο. Στην πτήση 412 Νέα Υόρκη-Λονδίνο της British Airways επιβάτες εκτός από executive managers και χοντροτουρίστες ήταν μια στρουθοκάμηλος, ένα κοάλα κι ένας αλιγάτορας, τράμπα μεταξύ ζωολογικών κήπων. Άγνωστο πως τα ζώα βγήκαν από τα κλουβιά τους, μπήκαν στο κόκπιτ, εξουδετέρωσαν τον πιλότο και πήραν τον έλεγχο του αεροσκάφους. Και το στούκαραν πάνω στο Μπιγκ Μπεν.
Και το Βατικανό. Αυτό είναι το αγαπημένο μου. Έξω από τον Άγιο Πέτρο ένα κοπάδι σκύλοι κάψαν σε μια πυρά χίλια αντίτυπα της φάρμας των ζώων του Όργουελ. Λίγο πιο πριν είχαν γαζώσει με καλάσνικοφ τον Πάπα, την ελβετική φρουρά και μερικές εκατοντάδες πιστών καθολικών.
Τότε βγήκε και το πρώτο έκτακτο. Ο σούπερ ντούπερ δημοσιογράφος μας Τζόνυ Απίκος ανακοίνωσε πως τα ζώα κατέλαβαν τον κόσμο γιατί οι άνθρωποι τα ‘χαμε κάνει όλα σκατά. Ένας χιμπατζής τον σημάδευε με μια μπερέτα καθ’ όλη τη διάρκεια του δελτίου.
Αστυνομίες, στρατοί, μυστικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Τους είχαν εξοντώσει οι κατσαρίδες νίτζα και τα κουνούπια καμικάζι. Η ανθρωπότητα την είχε γαμήσει εντελώς, φίλε μου. Αλλά τότε...»
Ο μπάρμαν κοίταξε το γέρο. Είχε πέσει λιπόθυμος πάνω στο μπαρ αφήνοντας μισή την ιστορία του.
«Μη του δίνεις σημασία» μου ‘πε. « Έχασε την οικογένεια του σε τροχαίο. Του ‘χει σαλέψει από τότε. Κάθεται, πίνει τα κέρατά του και λέει τα παραμύθια του. Και κάθε βράδυ καταλήγει έτσι. Σφίγγεται η ψυχή μου που τον βλέπω.»
Ήπια μια γενναία γουλιά τζιν. Δεν είχα κάτι να πω. Σκότωσα μια μύγα που καθόταν στο χέρι μου. Έτσι για να ‘μαι σίγουρος. Πλήρωσα τα ποτά μου, σηκώθηκα και έφυγα.
Μετά το Λονδίνο. Στην πτήση 412 Νέα Υόρκη-Λονδίνο της British Airways επιβάτες εκτός από executive managers και χοντροτουρίστες ήταν μια στρουθοκάμηλος, ένα κοάλα κι ένας αλιγάτορας, τράμπα μεταξύ ζωολογικών κήπων. Άγνωστο πως τα ζώα βγήκαν από τα κλουβιά τους, μπήκαν στο κόκπιτ, εξουδετέρωσαν τον πιλότο και πήραν τον έλεγχο του αεροσκάφους. Και το στούκαραν πάνω στο Μπιγκ Μπεν.
Και το Βατικανό. Αυτό είναι το αγαπημένο μου. Έξω από τον Άγιο Πέτρο ένα κοπάδι σκύλοι κάψαν σε μια πυρά χίλια αντίτυπα της φάρμας των ζώων του Όργουελ. Λίγο πιο πριν είχαν γαζώσει με καλάσνικοφ τον Πάπα, την ελβετική φρουρά και μερικές εκατοντάδες πιστών καθολικών.
Τότε βγήκε και το πρώτο έκτακτο. Ο σούπερ ντούπερ δημοσιογράφος μας Τζόνυ Απίκος ανακοίνωσε πως τα ζώα κατέλαβαν τον κόσμο γιατί οι άνθρωποι τα ‘χαμε κάνει όλα σκατά. Ένας χιμπατζής τον σημάδευε με μια μπερέτα καθ’ όλη τη διάρκεια του δελτίου.
Αστυνομίες, στρατοί, μυστικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Τους είχαν εξοντώσει οι κατσαρίδες νίτζα και τα κουνούπια καμικάζι. Η ανθρωπότητα την είχε γαμήσει εντελώς, φίλε μου. Αλλά τότε...»
Ο μπάρμαν κοίταξε το γέρο. Είχε πέσει λιπόθυμος πάνω στο μπαρ αφήνοντας μισή την ιστορία του.
«Μη του δίνεις σημασία» μου ‘πε. « Έχασε την οικογένεια του σε τροχαίο. Του ‘χει σαλέψει από τότε. Κάθεται, πίνει τα κέρατά του και λέει τα παραμύθια του. Και κάθε βράδυ καταλήγει έτσι. Σφίγγεται η ψυχή μου που τον βλέπω.»
Ήπια μια γενναία γουλιά τζιν. Δεν είχα κάτι να πω. Σκότωσα μια μύγα που καθόταν στο χέρι μου. Έτσι για να ‘μαι σίγουρος. Πλήρωσα τα ποτά μου, σηκώθηκα και έφυγα.
9.7.08
Όχι πια δάκρυα (ο θάνατος του Παντελή Φούφουτου)
« ... βρέθηκε στην μπανιέρα του ύστερα από κατανάλωση μείγματος βαρβιτουρικών, χλωρίνης και κόκα κόλας λάιτ ο Παντελεήμων Φούφουτος. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπουκάλι Τζόνσον και Τζόνσον όχι πια δάκρυα που οι αρχές θεωρούν πως αποτελεί το αποχαιρετηστήριο σημείωμα του. Ο Φούφουτος ήταν εικοσιτριών ετών, άνεργος και έγραφε ποιήματα. Να περάσουμε τώρα στα νέα για τον καιρό με....»
«Λες να πιάσει;»
Ο Ατζέντης έκλεισε την τηλεόραση και κοίταξε το νεαρό.« Φυσικά. Έσυ τη σκαπουλάρεις απ’ τους δανειστές σου κι εγώ χέζομαι στο τάλιρο.Απλό είναι.»
«Κι είσαι τόσο σίγουρος ότι θα πουλήσουν;»
«Ο κόσμος, Παντελή μου τρελάινεται για τραγικούς ποιητές. Για ότιδήποτε μεθυσμένο, μισότρελο και πρόωρα χαμένο γράφει. Δεν έχει σημασία τι αρκεί να υπάρχει πίσω απ’ το συγγραφέα μια δακρύβρεχτη ιστορία.»
«Υποθέτω πως έχεις δίκαιο.»
« Ο Ατζέντης έχει πάντα δίκαιο.» Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα τετράδιο. « Αυτά θα βρεθούν αύριο στο σπίτι σου. Τα ‘γραψα λίγο πριν έρθεις. Δεν ξέρεις πόσο εύκολο είναι. Μερικές λέξεις στη σειρά που υποτείθεται πως έχουν νόημα.»
« Και το συναίσθημα;»
«Αυταπάτη, αγορίνα μου. Κατά βάθος το θέμα είναι να νομίζουν πως είσαι σπουδαίος. Να άκου λίγο
Θάλασσα, κρύσταλλο κι αμόνι
αφυδατώθηκα προσμένοντάς σας
σε μια σπηλιά που δεν θυμάμαι το όνομά της
άφησα σπόρους στα ανοίγματά των βράχων. . . και σύνεχίζει έτσι. Υποτείθεται τα ‘γραψες πριν κανά μήνα. Το Μάιο τα εκδίδω. Στο φάκελο αυτό είναι όσα συμφωνήσαμε, εισιτήρια, δυο χιλιάρικα και καινούριο διαβατήριο. Δικά σου.»
«Οπότε μπορώ να πηγαίνω. Ευχαριστώ για τη συνεργασία.»
«Α και κάτι άλλο. Στο στεφάνι για την κηδεία τι να γράψω;»
«Ό,τι θες. Είσαι μανούλα σ’ αυτά.»
« Σ’ αυτόν που μας ταξίδεψε με λέξεις, έχε γεια. Ε;»
Ο ήλιος έδυε βάφοντας τον κόσμο μοβ. Στην Κόστα ντελ Σολ ήταν πάντα όμορφα τέτοια εποχή. Ο Παντελής Φούφουτος, στα χαρτιά νεκρος εδώ και μήνες, ήπιε την τελευταία γουλιά τεκίλα κι αφέθηκε στα χάδια μιας νεαρής πόρνης.
Ο Ατζέντης πλατσούριζε στην καινούρια του πισίνα κι έπινε σαμπάνια. Σκεφτόταν πως ήρθε η ώρα για τον δεύτερο τόμο.
Ο κόσμος αγόραζε μανιωδώς Φούφουτο κι ανέλυε επι ώρες το απόλυτο τίποτα. Τα λογοτεχνικά περιοδικά τον ανακύρηξαν το σημαντικότερο εκφραστή της γενιάς του.
Κι όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι.
«Λες να πιάσει;»
Ο Ατζέντης έκλεισε την τηλεόραση και κοίταξε το νεαρό.« Φυσικά. Έσυ τη σκαπουλάρεις απ’ τους δανειστές σου κι εγώ χέζομαι στο τάλιρο.Απλό είναι.»
«Κι είσαι τόσο σίγουρος ότι θα πουλήσουν;»
«Ο κόσμος, Παντελή μου τρελάινεται για τραγικούς ποιητές. Για ότιδήποτε μεθυσμένο, μισότρελο και πρόωρα χαμένο γράφει. Δεν έχει σημασία τι αρκεί να υπάρχει πίσω απ’ το συγγραφέα μια δακρύβρεχτη ιστορία.»
«Υποθέτω πως έχεις δίκαιο.»
« Ο Ατζέντης έχει πάντα δίκαιο.» Άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε ένα τετράδιο. « Αυτά θα βρεθούν αύριο στο σπίτι σου. Τα ‘γραψα λίγο πριν έρθεις. Δεν ξέρεις πόσο εύκολο είναι. Μερικές λέξεις στη σειρά που υποτείθεται πως έχουν νόημα.»
« Και το συναίσθημα;»
«Αυταπάτη, αγορίνα μου. Κατά βάθος το θέμα είναι να νομίζουν πως είσαι σπουδαίος. Να άκου λίγο
Θάλασσα, κρύσταλλο κι αμόνι
αφυδατώθηκα προσμένοντάς σας
σε μια σπηλιά που δεν θυμάμαι το όνομά της
άφησα σπόρους στα ανοίγματά των βράχων. . . και σύνεχίζει έτσι. Υποτείθεται τα ‘γραψες πριν κανά μήνα. Το Μάιο τα εκδίδω. Στο φάκελο αυτό είναι όσα συμφωνήσαμε, εισιτήρια, δυο χιλιάρικα και καινούριο διαβατήριο. Δικά σου.»
«Οπότε μπορώ να πηγαίνω. Ευχαριστώ για τη συνεργασία.»
«Α και κάτι άλλο. Στο στεφάνι για την κηδεία τι να γράψω;»
«Ό,τι θες. Είσαι μανούλα σ’ αυτά.»
« Σ’ αυτόν που μας ταξίδεψε με λέξεις, έχε γεια. Ε;»
Ο ήλιος έδυε βάφοντας τον κόσμο μοβ. Στην Κόστα ντελ Σολ ήταν πάντα όμορφα τέτοια εποχή. Ο Παντελής Φούφουτος, στα χαρτιά νεκρος εδώ και μήνες, ήπιε την τελευταία γουλιά τεκίλα κι αφέθηκε στα χάδια μιας νεαρής πόρνης.
Ο Ατζέντης πλατσούριζε στην καινούρια του πισίνα κι έπινε σαμπάνια. Σκεφτόταν πως ήρθε η ώρα για τον δεύτερο τόμο.
Ο κόσμος αγόραζε μανιωδώς Φούφουτο κι ανέλυε επι ώρες το απόλυτο τίποτα. Τα λογοτεχνικά περιοδικά τον ανακύρηξαν το σημαντικότερο εκφραστή της γενιάς του.
Κι όλοι ήταν πολύ ευτυχισμένοι.
7.7.08
3 Γουρούνια
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν τρία γουρούνια. Μια μέρα τα μάζεψε η μάνα τους και τους είπε “'ντάξει, πολύ σας τάισα. Βγείτε στην κενωνία την άτιμη και κάντε τα κουμάντα μόνοι σας.”. Και τα γουρούνια αυτό κάναν.
Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να χτίσουν τα δικά τους σπιτάκια. Το μικρό ήταν τρόμπας μεγάλος κι έφτιαξε όπως να 'ναι ένα σπίτι από άχυρο και μετά πήγε να παίξει μπάλα. Το μεσαίο ήταν λίγο πιο λογικό. Έφτιαξε ένα σπίτι από ξύλο κι ύστερα πήγε στις πουτάνες. Το μεγάλο ήταν σπασικλάκι και γαμήθηκε μια βδομάδα κι έφτιαξε μια σπιταρόνα με τούβλα και πισίνα. Μετά καθόταν μέσα κι έβλεπε στο dvd τσόντες.
Μια μέρα ο κακός λύκος – κάθε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του έχει κακό λύκο- μπάνισε το μικρό γουρούνι κι είπε να το φάει. Αλλά το γουρουνάκι επειδή έπαιζε μπάλα ήταν γρήγορο και χώθηκε στο σπίτι του. Ο λύκος δεν το έβαλε κάτω, φύσηξε, ξαναφύσηξε και γκρέμισε το σπιτάκι. Το γουρουνάκι λες κι είχε νέφτι στον κώλο έτρεξε και μπήκε στο σπίτι του μεσαίου αδερφού. Ο λύκος όμως είχε βρει το σύστημα, άρχισε να φυσάει και τσουπ το γκρέμισε κι αυτό το σπίτι. Τρέχαν σαν πούστηδες τα γουρούνια, έτρεχε κι ο λύκος από πίσω και τι έγινε; Μπούκαραν τα γουρούνια στη μεζονέτα του μεγάλου και έβαλαν το σύρτη (στην πόρτα). Δεν πάει να φύσαγε ο λύκος, αρχίδια, ούτε τούβλο δεν έπεσε. Απογοητευμένος την έκανε για την σπηλιά του κι έγινε βετζετέριαν. Τα γουρούνια χάρηκαν πολύ, βάλαν ουίσκι στα ποτήρια, Καρρά στο ράδιο και γούσταραν.
Το βράδυ έγινε σεισμός 8 ρίχτερ. Το επόμενο πρωί τα σωστικά συνεργεία βρήκαν τρια γουρούνια νεκρά κάτω από ένα σωρό τούβλα.
Υ.Γ Ο λύκος τελικά παντρεύτηκε τη μις Δάσος. Επειδή χοληστερίνη δεν είχε πέθανε σε βαθιά γεράματα ήσυχα στον ύπνο του.
Το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να χτίσουν τα δικά τους σπιτάκια. Το μικρό ήταν τρόμπας μεγάλος κι έφτιαξε όπως να 'ναι ένα σπίτι από άχυρο και μετά πήγε να παίξει μπάλα. Το μεσαίο ήταν λίγο πιο λογικό. Έφτιαξε ένα σπίτι από ξύλο κι ύστερα πήγε στις πουτάνες. Το μεγάλο ήταν σπασικλάκι και γαμήθηκε μια βδομάδα κι έφτιαξε μια σπιταρόνα με τούβλα και πισίνα. Μετά καθόταν μέσα κι έβλεπε στο dvd τσόντες.
Μια μέρα ο κακός λύκος – κάθε παραμύθι που σέβεται τον εαυτό του έχει κακό λύκο- μπάνισε το μικρό γουρούνι κι είπε να το φάει. Αλλά το γουρουνάκι επειδή έπαιζε μπάλα ήταν γρήγορο και χώθηκε στο σπίτι του. Ο λύκος δεν το έβαλε κάτω, φύσηξε, ξαναφύσηξε και γκρέμισε το σπιτάκι. Το γουρουνάκι λες κι είχε νέφτι στον κώλο έτρεξε και μπήκε στο σπίτι του μεσαίου αδερφού. Ο λύκος όμως είχε βρει το σύστημα, άρχισε να φυσάει και τσουπ το γκρέμισε κι αυτό το σπίτι. Τρέχαν σαν πούστηδες τα γουρούνια, έτρεχε κι ο λύκος από πίσω και τι έγινε; Μπούκαραν τα γουρούνια στη μεζονέτα του μεγάλου και έβαλαν το σύρτη (στην πόρτα). Δεν πάει να φύσαγε ο λύκος, αρχίδια, ούτε τούβλο δεν έπεσε. Απογοητευμένος την έκανε για την σπηλιά του κι έγινε βετζετέριαν. Τα γουρούνια χάρηκαν πολύ, βάλαν ουίσκι στα ποτήρια, Καρρά στο ράδιο και γούσταραν.
Το βράδυ έγινε σεισμός 8 ρίχτερ. Το επόμενο πρωί τα σωστικά συνεργεία βρήκαν τρια γουρούνια νεκρά κάτω από ένα σωρό τούβλα.
Υ.Γ Ο λύκος τελικά παντρεύτηκε τη μις Δάσος. Επειδή χοληστερίνη δεν είχε πέθανε σε βαθιά γεράματα ήσυχα στον ύπνο του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)