Αποφάσισα τελικά εκτός από τις δικές μου βλακείες να φιλοξενώ που και που και κανενός άλλου. Μετά από απαίτηση των αναγνωστών του blog δημοσιεύω δυο εκπληκτικά δίστιχα που γράφτηκαν στο λύκειο από δυο σπουδαίους δημιουργούς, τον Πρόεδρα και τον Παυλάκη που είναι έγκλημα να ξεχαστούν. Ξεκινάω με το σχεδόν βαρναλικό ποίημα του Πρόεδρα που πραγματικά με συγκλόνισε.
Πάλι μεθυσμένος ήμαν
νόμιζα ήμουνα ο He-Man.
Και ολοκληρώνω με το βαθύτατο ποιήμα ορόσημο του Παυλάκη, το απάυγασμα θα έλεγα της σχολικής ποιητικής μας δραστηριότητας.
Την κυλότα σου φοράω
και φωνάζω βάο βάο.
Πρέπει να 'χω και κάτι άλλα γραμμένα στο βιβλίο της Ιστορίας Επιστημών. Αν τα βρω ποτέ θα τ' ανεβάσω.
26.12.08
25.12.08
ΜΗ ΣΩΖΕΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΒΒΑΤΟ pt 7
14
Παρένθεση. Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως διέκρινε πως η γκόμενα, που αρχικά την είπα Μπέμπα, έγινε Μπέλα. Αυτό οφείλεται καθαρά και μόνο στο ότι έχω μια καραμπίνα να με σημαδεύει και μπερδεύομαι. Μπέμπα την λενε. Την λεγαν. Τέλος παρένθεσης.
15
Τρέχαμε μες στη βροχή. Ήμουν νυσταγμένος, μεθυσμένος και βρεγμένος ως το κόκαλο.
-Μας κυνηγάει κανείς; Ρωτάω. Μην τρέχω τζάμπα.
-Θα σου πω μετα. Εκεί που πάμε θα μαστε ασφαλείς.
-Έχω ψοφήσει ρε Τσάρλι. Θέλω και να ξεράσω.
-Εκεί που πάμε το στομάχι σου θα στρώσει.
Με πήγε σε ένα πατσατζίδικο. Σε μια τρύπα που μύριζε ξύδι και σκόρδο. Με το που τον είδε ο πατσατζής άνοιξε μια καταπακτή και χωθήκαμε στο υπόγειο. Έπεσα σε μια καρέκλα και κρατουσα το κεφάλι μου, μετά την κοιλιά μου, μετά το κεφάλι μου. Ο πατσατζής με κόιταξε περίεργα και είπε του Τσάρλι.
-Πες μου ότι δεν είναι αυτός.
-Αυτός είναι ρε Ανέστη. Μαλακία αλλά αυτός είναι. Φέρε του κάτι να στρώσει και το γνωστό.
Το κάτι να στρώσει που μου φερε ο Ανέστης ήταν ένα πιατο πατσάς ψιλλοκομμένος. Το γνωστό ήταν ποδαράκια. Σκέτα. Χωρίς ζουμί. Εμοιαζε αηδία. Ο Τσάρλι άρχισε να τρώει. Αρχισα κι έγώ. Ομολογώ το πατασαδάκι μου έκανε καλό.
-Δε μου λες ρε Τσάρλι, αυτήν την αηδία πως την τρως;
-Είχα βάλει παλιά στοίχημα ένα μπουκάλι ουίσκι ότι μπορώ να το φάω και μετά μ' άρεσε.
Τώρα θα μου πεις "Εδώ γίνεται της πουτάνας. Τον ρωτάς για τα ποδαράκια αντί να ζητήσεις απαντήσεις; Κι αυτός συνεχίζει την κουβέντα;".
Σου πα ότι είναι μαλακία το μυθιστόρημα.
-Ο Ανέστης κάνει γαμώ το φαί για ρεμάλια σαν εμάς.Σ' άρεσε;
-Πες του βα φέρει άλλο ένα. Και τυρί. Κι ένα καφέ. Ελληνικό.
-Θα φέρει. Κάτσε πρώτα να σου πω τη φάση.
Κι ο Τσάρλι άρχισε να μου λέει τη φάση.
Παρένθεση. Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως διέκρινε πως η γκόμενα, που αρχικά την είπα Μπέμπα, έγινε Μπέλα. Αυτό οφείλεται καθαρά και μόνο στο ότι έχω μια καραμπίνα να με σημαδεύει και μπερδεύομαι. Μπέμπα την λενε. Την λεγαν. Τέλος παρένθεσης.
15
Τρέχαμε μες στη βροχή. Ήμουν νυσταγμένος, μεθυσμένος και βρεγμένος ως το κόκαλο.
-Μας κυνηγάει κανείς; Ρωτάω. Μην τρέχω τζάμπα.
-Θα σου πω μετα. Εκεί που πάμε θα μαστε ασφαλείς.
-Έχω ψοφήσει ρε Τσάρλι. Θέλω και να ξεράσω.
-Εκεί που πάμε το στομάχι σου θα στρώσει.
Με πήγε σε ένα πατσατζίδικο. Σε μια τρύπα που μύριζε ξύδι και σκόρδο. Με το που τον είδε ο πατσατζής άνοιξε μια καταπακτή και χωθήκαμε στο υπόγειο. Έπεσα σε μια καρέκλα και κρατουσα το κεφάλι μου, μετά την κοιλιά μου, μετά το κεφάλι μου. Ο πατσατζής με κόιταξε περίεργα και είπε του Τσάρλι.
-Πες μου ότι δεν είναι αυτός.
-Αυτός είναι ρε Ανέστη. Μαλακία αλλά αυτός είναι. Φέρε του κάτι να στρώσει και το γνωστό.
Το κάτι να στρώσει που μου φερε ο Ανέστης ήταν ένα πιατο πατσάς ψιλλοκομμένος. Το γνωστό ήταν ποδαράκια. Σκέτα. Χωρίς ζουμί. Εμοιαζε αηδία. Ο Τσάρλι άρχισε να τρώει. Αρχισα κι έγώ. Ομολογώ το πατασαδάκι μου έκανε καλό.
-Δε μου λες ρε Τσάρλι, αυτήν την αηδία πως την τρως;
-Είχα βάλει παλιά στοίχημα ένα μπουκάλι ουίσκι ότι μπορώ να το φάω και μετά μ' άρεσε.
Τώρα θα μου πεις "Εδώ γίνεται της πουτάνας. Τον ρωτάς για τα ποδαράκια αντί να ζητήσεις απαντήσεις; Κι αυτός συνεχίζει την κουβέντα;".
Σου πα ότι είναι μαλακία το μυθιστόρημα.
-Ο Ανέστης κάνει γαμώ το φαί για ρεμάλια σαν εμάς.Σ' άρεσε;
-Πες του βα φέρει άλλο ένα. Και τυρί. Κι ένα καφέ. Ελληνικό.
-Θα φέρει. Κάτσε πρώτα να σου πω τη φάση.
Κι ο Τσάρλι άρχισε να μου λέει τη φάση.
Η επιστροφή του Ζάο Ζου
Επιστρέφοντας σκυνθρωπός από τη δουλειά του ο Ζάο Ζου πρόσεξε σε ένα τοίχο το σύνθημα "Ο σουρεαλισμος όλους μας ενώνει. Μπάτσοι, γουρούνια, ανεμώνη*", γεγονός που τον έκανε να χαμογελάσει με αισιοδοξία.
*διαβασα ότι το γραψαν κάποιοι κάπου στο Γκύζη
*διαβασα ότι το γραψαν κάποιοι κάπου στο Γκύζη
16.12.08
ΜΗ ΣΩΖΕΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΒΒΑΤΟ pt 6
13
ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΟΥΛΗ Νο 4
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ, ΡΩΤΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ Η ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΣΟΥ ΡΘΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΙΔΕΑ. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ Ο,ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΑ ΛΕΝΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Λοιπόν, δυτικά είχε μια στάση. Η στάση είχε ένα παγκάκι, το παγκάκι είχε ένα γέρο κι εγώ δεν είχα τσιγάρα. Κι είπα "δε γαμιέται, ας κάνω μια τράκα".
-Συγγνώμη θείο. Παίζει κανα τσιγάρο;
-Έλπιζα ότι θα 'χες εσύ.
-Και τι θα καπνισουμε τώρα;
-Το πουλί μας.
Έπρεπε να γελάσω και να φύγω. Ή να μη γελάσω και να φύγω. Αλλά τόσα κιλά μαλάκας που μαι έκατσα να κάνω μουχαμπέτι.
-Περιμένεις ώρα;
-Πολλή.
Τα φώτα του αστικού αρχισαν να φαίνονται κάπου.
-Έρχεται
-Δεν περιμένω λεωφορίο.
-Και τι περιμένεις ρε θείο;
Σήκωσε τους ώμους και δεν είπε τίποτα. Έβγαλε απ' τη τσέπη του τα γυαλιά του, ένα βιβλίο κι άρχισε να το διαβάζει.
-Τι διαβάζεις;
-Ποιήση. Σκαμπάζεις τίποτα από ποίηση;
-Πριν λίγο μου παν ό,τι έχω προοπτικές.
Του 'πα τη φάση στον Κούνελο. Γέλασε. Με ρώτησε πώς σκέφτηκα το ποίημα μου.
-Ήπια μπύρα, πολλή μπύρα
-Τότε θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας. Ιππόδρομο πας;
-Όχι.
-Να πηγαίνεις. Λέει.
Έβγαλε ένα φλασκι ουίσκι.
-Θές;
Ήθελα. Κι έκατσα δίπλα του και πίναμε μαζί. Κι όταν ξανάνοιξε το βιβλίο του διάβασα τι διάβαζε και πάγωσα. Γιατί το ποίημα που διάβαζε ήταν το εξής:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΕΛΑΣΜΑ
ή
ΠΑΝ-ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Όταν βαρέα βάρη επωμίζονται σε προκυμαίες, σε κρηπιδώματα σταθμών, σε αυλές και δρόμους, σε λιπαρά μέσα σκατά πατώντας, της καθημερινής ζωής οι αχθοφόροι, τους άτλαντας του κόσμου αχρηστεύοντας, οι άνεργοι άτλαντες διάτορα βογγούν με στοναχάς, με θρήνους.
Και όμως, την ώρα που αίρονται τα βάρη (ζεμπίλια και σάκκοι λογής-λογής με πράγματα ακατονόμαστα γεμάτοι – τουτέστι γεμάτοι κρίματα, γεμάτοι αμαρτίες) η Οικουμένη ακόμη ζη και οτέ μεν αγάλλεται, οτέ δε (πολύ συχνότερα) βαριά στενάζει, κάτω από τα βάρη των βαρέων βαρών (όπλα πυρηνικά, πραμάτιες απατηλές, ψέματα ποικίλα – όλα σκατά, όλα αμαρτίες) την ίδια ώρα ακούεται – και τούτο μοιάζει πάντοτε με θαύμα - και εις τους αγρούς, και μεσ’ στις πόλεις, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και κάτω από τ’ αστέρια, ακούεται πάντοτε ένα μεγάλο βέλασμα (μπεέ-μπεέ) καλύπτοντας τον θρήνο των ατλάντων, ένα θεσπέσιο βέλασμα από φωνήν αλέκτορος πιο καθαρό, πιο πλήρες, εν μέγα βέλασμα φωτοβριθές (μπεέ-μπεέ, μπεέ-μπεέ) που την ελπίδα σπέρνει στις ψυχές αυτών που το ακούνε, εν μέγα βέλασμα σαν καθαρό νερό από των ουρανών τους καταρράκτας πίπτον, ένα μεγάλο βέλασμα ωραίου αμνού (μπεέ-μπεέ) εν βέλασμα νεαρού κριού (μπεέ-μπεέ) που όσοι το ενωτίζονται μεγάλες στέρνες γίνονται του ανεσπέρου λόγου, εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα, ένα μεγάλο βέλασμα σαν μέσ’ από χωνί τεράστιου τηλεβόα, εν μέγα βέλασμα αμνού (ενός αμνού που εις το Περού θα ημπορούσε κάλλιστα και λάμα νάναι) το βέλασμα νεαρού κριού με ωραίους ευμεγέθεις όρχεις, το βέλασμα του αγαθού αμνού (μπεέ-μπεέ, μπεέ – ω δόξα, δόξα Αλληλούια!) το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου.
-Θείο, μου κάνεις πλάκα.
-Τι λες αγόρι μου;
-Αυτό με τα πρόβατα. Πλάκα έτσι;
-Δε σε πιάνω.
-Πες μου τώρα ότι σε λέν και Τσάρλι να το ολοκληρώσεις.
Έβγαλε ένα περίστροφο. Μου το κόλλησε στη μούρη.
-Ποιος είσαι;
Κανονικά, μπορώ άνετα να αφοπλίσω έναν παππού που με σημαδεύει. Αλλά χθες ήμουν μεθυσμένος.
-Τζονούλη με λένε... Η Μπέλα μου πε να βρω τον Τσάρλι... Είπε είμαι το Πρόβατο.
-Σ' ακολούθησε κανείς;
-Που να ξέρω; Κομμάτια είμαι.
-Ο Τσάρλι είμαι. Πρέπει να πάμε σ' ασφαλές μέρος.
Κι αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τους μαλάκες στο σκοτάδι.
ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΟΥΛΗ Νο 4
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ, ΡΩΤΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ Η ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΣΟΥ ΡΘΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΙΔΕΑ. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ Ο,ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΑ ΛΕΝΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Λοιπόν, δυτικά είχε μια στάση. Η στάση είχε ένα παγκάκι, το παγκάκι είχε ένα γέρο κι εγώ δεν είχα τσιγάρα. Κι είπα "δε γαμιέται, ας κάνω μια τράκα".
-Συγγνώμη θείο. Παίζει κανα τσιγάρο;
-Έλπιζα ότι θα 'χες εσύ.
-Και τι θα καπνισουμε τώρα;
-Το πουλί μας.
Έπρεπε να γελάσω και να φύγω. Ή να μη γελάσω και να φύγω. Αλλά τόσα κιλά μαλάκας που μαι έκατσα να κάνω μουχαμπέτι.
-Περιμένεις ώρα;
-Πολλή.
Τα φώτα του αστικού αρχισαν να φαίνονται κάπου.
-Έρχεται
-Δεν περιμένω λεωφορίο.
-Και τι περιμένεις ρε θείο;
Σήκωσε τους ώμους και δεν είπε τίποτα. Έβγαλε απ' τη τσέπη του τα γυαλιά του, ένα βιβλίο κι άρχισε να το διαβάζει.
-Τι διαβάζεις;
-Ποιήση. Σκαμπάζεις τίποτα από ποίηση;
-Πριν λίγο μου παν ό,τι έχω προοπτικές.
Του 'πα τη φάση στον Κούνελο. Γέλασε. Με ρώτησε πώς σκέφτηκα το ποίημα μου.
-Ήπια μπύρα, πολλή μπύρα
-Τότε θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας. Ιππόδρομο πας;
-Όχι.
-Να πηγαίνεις. Λέει.
Έβγαλε ένα φλασκι ουίσκι.
-Θές;
Ήθελα. Κι έκατσα δίπλα του και πίναμε μαζί. Κι όταν ξανάνοιξε το βιβλίο του διάβασα τι διάβαζε και πάγωσα. Γιατί το ποίημα που διάβαζε ήταν το εξής:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΕΛΑΣΜΑ
ή
ΠΑΝ-ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Όταν βαρέα βάρη επωμίζονται σε προκυμαίες, σε κρηπιδώματα σταθμών, σε αυλές και δρόμους, σε λιπαρά μέσα σκατά πατώντας, της καθημερινής ζωής οι αχθοφόροι, τους άτλαντας του κόσμου αχρηστεύοντας, οι άνεργοι άτλαντες διάτορα βογγούν με στοναχάς, με θρήνους.
Και όμως, την ώρα που αίρονται τα βάρη (ζεμπίλια και σάκκοι λογής-λογής με πράγματα ακατονόμαστα γεμάτοι – τουτέστι γεμάτοι κρίματα, γεμάτοι αμαρτίες) η Οικουμένη ακόμη ζη και οτέ μεν αγάλλεται, οτέ δε (πολύ συχνότερα) βαριά στενάζει, κάτω από τα βάρη των βαρέων βαρών (όπλα πυρηνικά, πραμάτιες απατηλές, ψέματα ποικίλα – όλα σκατά, όλα αμαρτίες) την ίδια ώρα ακούεται – και τούτο μοιάζει πάντοτε με θαύμα - και εις τους αγρούς, και μεσ’ στις πόλεις, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και κάτω από τ’ αστέρια, ακούεται πάντοτε ένα μεγάλο βέλασμα (μπεέ-μπεέ) καλύπτοντας τον θρήνο των ατλάντων, ένα θεσπέσιο βέλασμα από φωνήν αλέκτορος πιο καθαρό, πιο πλήρες, εν μέγα βέλασμα φωτοβριθές (μπεέ-μπεέ, μπεέ-μπεέ) που την ελπίδα σπέρνει στις ψυχές αυτών που το ακούνε, εν μέγα βέλασμα σαν καθαρό νερό από των ουρανών τους καταρράκτας πίπτον, ένα μεγάλο βέλασμα ωραίου αμνού (μπεέ-μπεέ) εν βέλασμα νεαρού κριού (μπεέ-μπεέ) που όσοι το ενωτίζονται μεγάλες στέρνες γίνονται του ανεσπέρου λόγου, εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα, ένα μεγάλο βέλασμα σαν μέσ’ από χωνί τεράστιου τηλεβόα, εν μέγα βέλασμα αμνού (ενός αμνού που εις το Περού θα ημπορούσε κάλλιστα και λάμα νάναι) το βέλασμα νεαρού κριού με ωραίους ευμεγέθεις όρχεις, το βέλασμα του αγαθού αμνού (μπεέ-μπεέ, μπεέ – ω δόξα, δόξα Αλληλούια!) το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου.
-Θείο, μου κάνεις πλάκα.
-Τι λες αγόρι μου;
-Αυτό με τα πρόβατα. Πλάκα έτσι;
-Δε σε πιάνω.
-Πες μου τώρα ότι σε λέν και Τσάρλι να το ολοκληρώσεις.
Έβγαλε ένα περίστροφο. Μου το κόλλησε στη μούρη.
-Ποιος είσαι;
Κανονικά, μπορώ άνετα να αφοπλίσω έναν παππού που με σημαδεύει. Αλλά χθες ήμουν μεθυσμένος.
-Τζονούλη με λένε... Η Μπέλα μου πε να βρω τον Τσάρλι... Είπε είμαι το Πρόβατο.
-Σ' ακολούθησε κανείς;
-Που να ξέρω; Κομμάτια είμαι.
-Ο Τσάρλι είμαι. Πρέπει να πάμε σ' ασφαλές μέρος.
Κι αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τους μαλάκες στο σκοτάδι.
13.12.08
ΜΗ ΣΩΖΕΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΒΒΑΤΟ pt 5
11
Μπήκα σε άλλα δυο, τρία, τέσσερα, δε θυμάμαι πόσα μπαρ. Πουθενά δεν βρήκα τον Τσάρλι. Δεν έγινε και κάτι ενδιαφέρον που να αξίζει να σου το πω. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε αυτό που έγινε στη Ζούγκλα είχε κάποιο ενδιαφέρον. Απορώ γιατί το έγραψα.
12
Κατέληξα στον Κούνελο. Κουλτουροστέκι. Είχε ποητική βραδιά. Εγώ ήμουν ήδη σούρα. Όταν μπήκα μέσα μια κοπέλα ήταν όρθια σε ένα σκαμπό κρατώντας στην αγκαλιά της μια γάτα. Η κοπέλα ήταν χοντρή. Η γάτα ήταν ψόφια. Η κοπέλα απήγγειλε.
Παγωμένη η γάτα
ούρλιαζε σαν σκύλος
ώσπου στο χιόνι να κατρήσει και να λυτρωθεί
κι έγινε ο πόνος της
πορφυρό μαντολίνο
που ραψωδούσε νωχελικά στο μελανό διάζωμα της ουρανόσκαλας.
Ω θεοί
οικτρά εκλιπαρώ
δείξτε έλεος στη μεταξωτή της κύστη. *
Και έκλαιγε. Μόνη της πάνω στο σκαμπό έκλαιγε. Και μετά πέταξε τη γάτα στον μπάρμαν κι ήπιε ένα ντραμπούι.
Καλά, είχα ενθουσιαστεί. Ο κόσμος (πέντε, έξι μαλάκες) χειροκροτούσε χλιαρά. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να μην την αποθεώσω. Και φώναζα μπράβο κοπελάρα μου, και γαμώ την τέχνη και κάτι τέτοια. Ένας μαλάκας με κοίταξε περίεργα.
Μαλάκας: Μη μας πεις ρε φίλε ότι σ' αρεσε η χοντρή.
Χοντρή: (που με το ένα χέρι τραβούσε τα μαλλιά της, με το άλλο το ποτάκι της και έκλαιγε ακόμα) Δεν είμαι χοντρή!
Εγώ: Μην τον ακούς κοριτσάρα μου. Σωματάρα έχεις. Κλόντια Σίφερ είσαι.
Μαλάκας: Άντε μωρέ με τη σαβούρα. Θέλει να λέγεται και ποιήτρια.
Χοντρή: Είμαι ποιήτρια (κλαψ, λυγμ, μπουχού)
Εγώ: Είναι ποιήτρια.
Μαλάκας: Αρχίδια.
Εγώ: Εσύ είσαι ποητής;
Μαλάκας: Βεβαίως.
Εγώ: Πές μου ένα ποίημα σου.
Μαλάκς: Αφού το ζητάς. Το ονομάζω Μοναξια
Τυλιγμένος στις περικοκλάδες του απείρου σου
προσδοκω το σύννεφο που θα βρέξει συμπόνια στα μαλλιά μου
μονος μου
εγώ
γιατί σε αγάπησα απύθμενα
Τασούλα
ναι
πολύ σε αγάπησα Τασούλα
και συ με πρόδωσες και....
Κι άρχισε να κλαίει κι αυτός. Της πουτάνας σου λέω. Γούσταρα τρελά. Κι όταν ένας τύπος μου 'πε "Αφού ήρθες, δεν μας λες κάνα ποίημα; Δεν χρειάζεται να 'χεις κάτι έτοιμο. Αυτοσχεδίασε." ανέβηκα κι εγώ στο σκαμπό και είπα
Είχα ένα κουτάκι μπύρα
Tο ήπια.
Τώρα είναι τασάκι.
Είχα δυο πακέτα Camel.
Τα κάπνισα.
Τώρα έναι γόπες.
Είχα ένα γιαπωνέζικο ράδιο.
Το χάλασα.
Τώρα παίζει όλο Μπαχ.
Γάμα τα.
Περιτό να σου πω ότι οι τύποι σε δυο λεπτα βρήκαν πεντακόσια νοήματα στη μαλακία μου. Και μου παν ότι έχω προοπτικές. Αλλά εγώ δεν ήθελα να γίνω ποιητής. Ήθελα να βρω τον Τσάρλι. Και τα μπαρ κλείνανε και δεν είχα που να πάω. Καθώς τα φώτα άναβαν στα ηχεία ακουγόταν το Go West των Pet Shop Boys. Και πήγα δυτικά.
*Το ποήμα αυτό δεν είναι όλο δικό μου. Το γραψαμε με τον Τόλη στο λύκειο, νομίζω στην ώρα των θρησκευτικών.
Μπήκα σε άλλα δυο, τρία, τέσσερα, δε θυμάμαι πόσα μπαρ. Πουθενά δεν βρήκα τον Τσάρλι. Δεν έγινε και κάτι ενδιαφέρον που να αξίζει να σου το πω. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε αυτό που έγινε στη Ζούγκλα είχε κάποιο ενδιαφέρον. Απορώ γιατί το έγραψα.
12
Κατέληξα στον Κούνελο. Κουλτουροστέκι. Είχε ποητική βραδιά. Εγώ ήμουν ήδη σούρα. Όταν μπήκα μέσα μια κοπέλα ήταν όρθια σε ένα σκαμπό κρατώντας στην αγκαλιά της μια γάτα. Η κοπέλα ήταν χοντρή. Η γάτα ήταν ψόφια. Η κοπέλα απήγγειλε.
Παγωμένη η γάτα
ούρλιαζε σαν σκύλος
ώσπου στο χιόνι να κατρήσει και να λυτρωθεί
κι έγινε ο πόνος της
πορφυρό μαντολίνο
που ραψωδούσε νωχελικά στο μελανό διάζωμα της ουρανόσκαλας.
Ω θεοί
οικτρά εκλιπαρώ
δείξτε έλεος στη μεταξωτή της κύστη. *
Και έκλαιγε. Μόνη της πάνω στο σκαμπό έκλαιγε. Και μετά πέταξε τη γάτα στον μπάρμαν κι ήπιε ένα ντραμπούι.
Καλά, είχα ενθουσιαστεί. Ο κόσμος (πέντε, έξι μαλάκες) χειροκροτούσε χλιαρά. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να μην την αποθεώσω. Και φώναζα μπράβο κοπελάρα μου, και γαμώ την τέχνη και κάτι τέτοια. Ένας μαλάκας με κοίταξε περίεργα.
Μαλάκας: Μη μας πεις ρε φίλε ότι σ' αρεσε η χοντρή.
Χοντρή: (που με το ένα χέρι τραβούσε τα μαλλιά της, με το άλλο το ποτάκι της και έκλαιγε ακόμα) Δεν είμαι χοντρή!
Εγώ: Μην τον ακούς κοριτσάρα μου. Σωματάρα έχεις. Κλόντια Σίφερ είσαι.
Μαλάκας: Άντε μωρέ με τη σαβούρα. Θέλει να λέγεται και ποιήτρια.
Χοντρή: Είμαι ποιήτρια (κλαψ, λυγμ, μπουχού)
Εγώ: Είναι ποιήτρια.
Μαλάκας: Αρχίδια.
Εγώ: Εσύ είσαι ποητής;
Μαλάκας: Βεβαίως.
Εγώ: Πές μου ένα ποίημα σου.
Μαλάκς: Αφού το ζητάς. Το ονομάζω Μοναξια
Τυλιγμένος στις περικοκλάδες του απείρου σου
προσδοκω το σύννεφο που θα βρέξει συμπόνια στα μαλλιά μου
μονος μου
εγώ
γιατί σε αγάπησα απύθμενα
Τασούλα
ναι
πολύ σε αγάπησα Τασούλα
και συ με πρόδωσες και....
Κι άρχισε να κλαίει κι αυτός. Της πουτάνας σου λέω. Γούσταρα τρελά. Κι όταν ένας τύπος μου 'πε "Αφού ήρθες, δεν μας λες κάνα ποίημα; Δεν χρειάζεται να 'χεις κάτι έτοιμο. Αυτοσχεδίασε." ανέβηκα κι εγώ στο σκαμπό και είπα
Είχα ένα κουτάκι μπύρα
Tο ήπια.
Τώρα είναι τασάκι.
Είχα δυο πακέτα Camel.
Τα κάπνισα.
Τώρα έναι γόπες.
Είχα ένα γιαπωνέζικο ράδιο.
Το χάλασα.
Τώρα παίζει όλο Μπαχ.
Γάμα τα.
Περιτό να σου πω ότι οι τύποι σε δυο λεπτα βρήκαν πεντακόσια νοήματα στη μαλακία μου. Και μου παν ότι έχω προοπτικές. Αλλά εγώ δεν ήθελα να γίνω ποιητής. Ήθελα να βρω τον Τσάρλι. Και τα μπαρ κλείνανε και δεν είχα που να πάω. Καθώς τα φώτα άναβαν στα ηχεία ακουγόταν το Go West των Pet Shop Boys. Και πήγα δυτικά.
*Το ποήμα αυτό δεν είναι όλο δικό μου. Το γραψαμε με τον Τόλη στο λύκειο, νομίζω στην ώρα των θρησκευτικών.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)