13
ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ ΤΖΟΝΟΥΛΗ Νο 4
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ, ΡΩΤΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ Η ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΣΟΥ ΡΘΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΙΔΕΑ. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ Ο,ΤΙ ΜΑΛΑΚΙΑ ΛΕΝΕ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Λοιπόν, δυτικά είχε μια στάση. Η στάση είχε ένα παγκάκι, το παγκάκι είχε ένα γέρο κι εγώ δεν είχα τσιγάρα. Κι είπα "δε γαμιέται, ας κάνω μια τράκα".
-Συγγνώμη θείο. Παίζει κανα τσιγάρο;
-Έλπιζα ότι θα 'χες εσύ.
-Και τι θα καπνισουμε τώρα;
-Το πουλί μας.
Έπρεπε να γελάσω και να φύγω. Ή να μη γελάσω και να φύγω. Αλλά τόσα κιλά μαλάκας που μαι έκατσα να κάνω μουχαμπέτι.
-Περιμένεις ώρα;
-Πολλή.
Τα φώτα του αστικού αρχισαν να φαίνονται κάπου.
-Έρχεται
-Δεν περιμένω λεωφορίο.
-Και τι περιμένεις ρε θείο;
Σήκωσε τους ώμους και δεν είπε τίποτα. Έβγαλε απ' τη τσέπη του τα γυαλιά του, ένα βιβλίο κι άρχισε να το διαβάζει.
-Τι διαβάζεις;
-Ποιήση. Σκαμπάζεις τίποτα από ποίηση;
-Πριν λίγο μου παν ό,τι έχω προοπτικές.
Του 'πα τη φάση στον Κούνελο. Γέλασε. Με ρώτησε πώς σκέφτηκα το ποίημα μου.
-Ήπια μπύρα, πολλή μπύρα
-Τότε θα γίνεις μεγάλος συγγραφέας. Ιππόδρομο πας;
-Όχι.
-Να πηγαίνεις. Λέει.
Έβγαλε ένα φλασκι ουίσκι.
-Θές;
Ήθελα. Κι έκατσα δίπλα του και πίναμε μαζί. Κι όταν ξανάνοιξε το βιβλίο του διάβασα τι διάβαζε και πάγωσα. Γιατί το ποίημα που διάβαζε ήταν το εξής:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
ΤΟ ΜΕΓΑ ΒΕΛΑΣΜΑ
ή
ΠΑΝ-ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ
Όταν βαρέα βάρη επωμίζονται σε προκυμαίες, σε κρηπιδώματα σταθμών, σε αυλές και δρόμους, σε λιπαρά μέσα σκατά πατώντας, της καθημερινής ζωής οι αχθοφόροι, τους άτλαντας του κόσμου αχρηστεύοντας, οι άνεργοι άτλαντες διάτορα βογγούν με στοναχάς, με θρήνους.
Και όμως, την ώρα που αίρονται τα βάρη (ζεμπίλια και σάκκοι λογής-λογής με πράγματα ακατονόμαστα γεμάτοι – τουτέστι γεμάτοι κρίματα, γεμάτοι αμαρτίες) η Οικουμένη ακόμη ζη και οτέ μεν αγάλλεται, οτέ δε (πολύ συχνότερα) βαριά στενάζει, κάτω από τα βάρη των βαρέων βαρών (όπλα πυρηνικά, πραμάτιες απατηλές, ψέματα ποικίλα – όλα σκατά, όλα αμαρτίες) την ίδια ώρα ακούεται – και τούτο μοιάζει πάντοτε με θαύμα - και εις τους αγρούς, και μεσ’ στις πόλεις, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και κάτω από τ’ αστέρια, ακούεται πάντοτε ένα μεγάλο βέλασμα (μπεέ-μπεέ) καλύπτοντας τον θρήνο των ατλάντων, ένα θεσπέσιο βέλασμα από φωνήν αλέκτορος πιο καθαρό, πιο πλήρες, εν μέγα βέλασμα φωτοβριθές (μπεέ-μπεέ, μπεέ-μπεέ) που την ελπίδα σπέρνει στις ψυχές αυτών που το ακούνε, εν μέγα βέλασμα σαν καθαρό νερό από των ουρανών τους καταρράκτας πίπτον, ένα μεγάλο βέλασμα ωραίου αμνού (μπεέ-μπεέ) εν βέλασμα νεαρού κριού (μπεέ-μπεέ) που όσοι το ενωτίζονται μεγάλες στέρνες γίνονται του ανεσπέρου λόγου, εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα, ένα μεγάλο βέλασμα σαν μέσ’ από χωνί τεράστιου τηλεβόα, εν μέγα βέλασμα αμνού (ενός αμνού που εις το Περού θα ημπορούσε κάλλιστα και λάμα νάναι) το βέλασμα νεαρού κριού με ωραίους ευμεγέθεις όρχεις, το βέλασμα του αγαθού αμνού (μπεέ-μπεέ, μπεέ – ω δόξα, δόξα Αλληλούια!) το βέλασμα του ωραίου αμνού, του αμνού-κριού του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου.
-Θείο, μου κάνεις πλάκα.
-Τι λες αγόρι μου;
-Αυτό με τα πρόβατα. Πλάκα έτσι;
-Δε σε πιάνω.
-Πες μου τώρα ότι σε λέν και Τσάρλι να το ολοκληρώσεις.
Έβγαλε ένα περίστροφο. Μου το κόλλησε στη μούρη.
-Ποιος είσαι;
Κανονικά, μπορώ άνετα να αφοπλίσω έναν παππού που με σημαδεύει. Αλλά χθες ήμουν μεθυσμένος.
-Τζονούλη με λένε... Η Μπέλα μου πε να βρω τον Τσάρλι... Είπε είμαι το Πρόβατο.
-Σ' ακολούθησε κανείς;
-Που να ξέρω; Κομμάτια είμαι.
-Ο Τσάρλι είμαι. Πρέπει να πάμε σ' ασφαλές μέρος.
Κι αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τους μαλάκες στο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου